Το "tiptop" είναι επίθετο.
/ˈtɪp.tɒp/
Η λέξη "tiptop" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι εξαιρετικό ή άριστο. Συνήθως χρησιμοποιείται σε ανεπίσημες καταστάσεις και μπορεί να αναφέρεται σε κατάσταση, ποιότητα ή πρόσωπα. Έχει σχετικά χαμηλή συχνότητα χρήσης και είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο σε συγκριτικά με το γραπτό πλαίσιο.
Η εξυπηρέτηση στο εστιατόριο ήταν άριστη.
She always looks tiptop before going out.
Πάντα φαίνεται τέλεια πριν βγει έξω.
His performance in the competition was tiptop.
Η λέξη "tiptop" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
Όλα είναι σε τέλεια κατάσταση για την εκδήλωση.
After a good night's sleep, I'm feeling tiptop today.
Μετά από έναν καλό ύπνο, σήμερα νιώθω άριστα.
His skills for the job are tiptop.
Οι ικανότητές του για τη δουλειά είναι εξαιρετικές.
Make sure the presentation is tiptop before you present it.
Βεβαιωθείτε ότι η παρουσίαση είναι τέλεια πριν την παραδώσετε.
The team's performance this season has been tiptop.
Η προέλευση της λέξης "tiptop" είναι ασαφής, αλλά συνήθως θεωρείται ότι προέρχεται από την επανάληψη δύο λέξεων με σκοπό τη ενίσχυση της έννοιας και τη θετική σημασία.
Συνώνυμα: - excellent - superb - outstanding
Αντώνυμα: - poor - inferior - subpar