Ρήμα (παρακείμενος τύπος του ρήματος "titrate").
/tɪˈtreɪtɪd/
Η λέξη "titrated" προέρχεται από τη διαδικασία της τιτλοδότησης, η οποία είναι μια χημική τεχνική που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τη συγκέντρωση μιας αναλυόμενης ουσίας σε μια λύση. Στο προφορικό και γραπτό λόγο, χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά κείμενα, ειδικά στη χημεία και τη βιολογία. Η χρήση της είναι αρκετά εξειδικευμένη, με μια καλή συχνότητα στη γραφή επιστημονικών άρθρων και διδασκαλίας.
Η διάλυση τιτλοδοτήθηκε για να βρεθεί η ακριβής της συγκέντρωση.
After titrating the sample, we could determine the acidity of the solution.
Μετά την τιτλοδότηση του δείγματος, μπορέσαμε να προσδιορίσουμε την οξύτητα της διάλυσης.
The experiment required titrated solutions to ensure accuracy.
Η λέξη "titrated" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή ομιλία, καθώς είναι εξειδικευμένος όρος. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικό πλαίσιο όπως:
Για να πάρουμε ακριβή αποτελέσματα, τα χημικά πρέπει να τιτλοδοτούνται προσεκτικά.
The process is often titrated to achieve the desired pH level.
Η διαδικασία συχνά τιτλοδοτείται για να επιτευχθεί το επιθυμητό επίπεδο pH.
When titrated correctly, the endpoint of the reaction is clear.
Η λέξη "titrate" προέρχεται από το γαλλικό ρήμα "titrer", το οποίο σημαίνει "να προσδιορίζω την ποσότητα" και συσχετίζεται με τη λέξη "titre" (τίτλος, συγκέντρωση), προερχόμενη από το λατινικό "titulus".
Συνώνυμα: - Measured - Calculated
Αντώνυμα: - Unmeasured - Random