Φράση: "to acquire currency" (ρήμα + ουσιαστικό)
/tuː əˈkwaɪəˌkɝːənsi/
Η φράση "to acquire currency" σημαίνει να αποκτάτε νομισματική αξία ή μέσα, συνήθως μέσω αγορών ή συναλλαγών. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά ή χρηματοοικονομικά συμφραζόμενα. Αυτή η φράση είναι συνήθως πιο κοινή σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικό λόγο.
Προσπαθώ να αποκτήσω νόμισμα για το ταξίδι μου στην Ευρώπη.
It's essential to acquire currency before you travel.
Είναι απαραίτητο να αποκτήσετε νόμισμα πριν ταξιδέψετε.
Many investors are looking to acquire currency as a hedge against inflation.
Η φράση "to acquire currency" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχει μια σχέση με συναφή φράσεις που αφορούν τα οικονομικά και τις χρηματοοικονομικές συνθήκες.
Αποκτήστε νόμισμα μέσω επένδυσης.
It's smart to acquire currency during a strong economic period.
Είναι έξυπνο να αποκτήσετε νόμισμα κατά τη διάρκεια μιας ισχυρής οικονομικής περιόδου.
People often try to acquire currency online through trading platforms.
Η λέξη "acquire" προέρχεται από το λατινικό "acquirere", που σημαίνει "να αποκτήσετε" ή "να κερδίσετε". Η λέξη "currency" προέρχεται από την λατινική λέξη "currens", που αφορά την κυκλοφορία ή την πρόοδο.
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά ή χρηματοοικονομικά συμφραζόμενα, αναφερόμενη στη διαδικασία απόκτησης νομισμάτων ή χρημάτων σε διαφορετικές μορφές.