Η φράση "to be cast" λειτουργεί ως ρήμα στη μορφή παραγόγου.
/tu bi kæst/
Η φράση "to be cast" χρησιμοποιείται κυρίως για να υποδείξει ότι κάτι ή κάποιος έρχεται να επιλεγεί ή να ριχθεί (σε κάποιον ρόλο ή θέση). Στη γλώσσα των κινηματογραφικών παραγωγών και του θεάτρου, αναφέρεται στην επιλογή ηθοποιών για ρόλους.
Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, ειδικά στον γραπτό λόγο που σχετίζεται με την τέχνη και τη συναυλία, καθώς και σε ειδήσεις και άρθρα για την ψυχαγωγία. Χρησιμοποιείται λιγότερο στον καθημερινό προφορικό λόγο, εκτός αν συζητείται για θέματα που αφορούν τις παραστάσεις ή τις κινηματογραφικές παραγωγές.
Ελπίζει να είναι ριγμένος στην επόμενη μεγάλη ταινία.
Many actors auditioned to be cast for the lead role.
Πολλοί ηθοποιοί δοκιμάστηκαν για να είναι ριγμένοι στο κύριο ρόλο.
It's a great honor to be cast in such a prestigious production.
Η φράση "to be cast" μπορεί να βρει εφαρμογή σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στον τομέα των παραστάσεων. Ορισμένες φράσεις περιλαμβάνουν:
Μετάφραση: "Μετά το σκάνδαλο, ένιωθε ότι είχε απορριφθεί από τους φίλους του."
"To be cast in stone"
Μετάφραση: "Οι κανόνες δεν είναι απαραιτήτως σοβαροί· μπορούν να αλλάξουν."
"To be cast out"
Η λέξη "cast" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "casten", που σημαίνει "ρίχνω" ή "θέτω σε κίνηση". Αυτή η λέξη έχει λατινικές ρίζες, σχετικές με την έννοια της διάθεσης ή εγκατάλειψης.
Συνώνυμα: - to throw (να ρίξω) - to select (να επιλέγω) - to assign (να αναθέτω)
Αντώνυμα: - to reject (να απορρίπτω) - to dismiss (να απολύω) - to exclude (να αποκλείω)