Ρήμα (expression)
/tu bi koʊnd/
Η φράση "to be coned" αναφέρεται συνήθως σε κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο ή ένα όχημα βρίσκεται μέσα σε μια οριοθετημένη περιοχή που έχει ταμπέλες ή κώμες (traffic cones), που συνήθως υποδηλώνουν περιορισμούς στην κυκλοφορία ή την εργασία. Στην ευρύτερη χρήση, μπορεί να σημαίνει ότι κάτι έχει περιοριστεί ή καθορίσει με σαφήνεια.
Συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό και γραπτό λόγο, ειδικά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την κυκλοφορία και την κατασκευή. Η χρήση της φράσης είναι πιο συνηθισμένη στους δρόμους και περισσότερο στον προφορικό λόγο όταν οι άνθρωποι περιγράφουν καταστάσεις κυκλοφορίας.
The car was coned off from the construction zone.
Το αυτοκίνητο ήταν περιορισμένο από τη ζώνη κατασκευής.
We had to walk carefully because the path was coned off due to the roadworks.
Πρέπει να περπατήσουμε προσεκτικά γιατί το μονοπάτι είχε περιοριστεί λόγω των έργων.
The area was coned to keep pedestrians safe from the ongoing construction.
Η περιοχή ήταν περιορισμένη για να κρατήσει τους πεζούς ασφαλείς από την τρέχουσα κατασκευή.
Η φράση "to be coned" έχει ορισμένες ιδιωματικές εφαρμογές, αν και είναι λιγότερο διαδεδομένη σε σύγκριση με άλλες φράσεις. Εδώ είναι μερικές μορφές:
To cone off an area
We need to cone off the area to ensure safety during the event.
Πρέπει να περιορίσουμε την περιοχή για να διασφαλίσουμε την ασφάλεια κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης.
Being coned in traffic
I got coned in traffic on my way to work, which made me late.
Περιορίστηκα στην κίνηση στον δρόμο προς τη δουλειά, γεγονός που με έκανε να αργήσω.
Coned by road construction
Many drivers were coned by the unexpected road construction on the main street.
Πολλοί οδηγοί περιορίστηκαν από την απρογραμμάτιστη κατασκευή δρόμου στη κεντρική οδό.
Η λέξη "cone" προέρχεται από το ελληνικό "κώνος", που αναφέρεται στο κωνικό σχήμα, και έχει εισαχθεί στην αγγλική γλώσσα στα μέσα του 16ου αιώνα, πριν εξελιχθεί σε χρήση για την οριοθέτηση περιοχών.
Συνώνυμα: Restrict, delimit
Αντώνυμα: Open, allow