Το "to be crowned" είναι ένα ρήμα στη μορφή ενός παθητικού τύπου.
/tuː biː kraʊnd/
Η φράση "to be crowned" σημαίνει να αποκτήσετε το στέμμα ή την αναγνώριση υψηλής θέσης ή τιμής, συνήθως σε βασιλικό ή αριστοκρατικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται επίσης μεταφορικά για να δηλώσει την αναγνώριση ή την επιτυχία σε διαφορετικούς τομείς, όπως ο αθλητισμός ή η τέχνη. Είναι μια πιο επίσημη φράση που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και οι ίδιες έννοιες μπορεί να εκφράζονται πιο συχνά σε ανεπίσημες μορφές στον προφορικό λόγο.
He is expected to be crowned king soon.
Αυτός αναμένεται να στέφεται βασιλιάς σύντομα.
After winning the championship, she was to be crowned the best player of the year.
Μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος, αυτή ήταν να αναγνωριστεί ως η καλύτερη παίκτρια της χρονιάς.
Η φράση "to be crowned" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά γίνεται συνήθως συνώνυμο μεταφορών που σχετίζονται με την επιτυχία και την αναγνώριση.
To be crowned the champion
(να στέφεται πρωταθλητής)
After a tough season, the team finally was crowned the champion.
Μετά από μια δύσκολη σεζόν, η ομάδα τελικά στέφθηκε πρωταθλήτρια.
To be crowned with success
(να στέφεται με επιτυχία)
His efforts in the project were crowned with success.
Οι προσπάθειές του στο έργο στέφθηκαν με επιτυχία.
To be crowned by fate
(να στέφεται από τη μοίρα)
Sometimes, people are crowned by fate in unexpected ways.
Κάποιες φορές, οι άνθρωποι στέφονται από τη μοίρα με απροσδόκητους τρόπους.
Η λέξη "crown" προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική λέξη "corona", που σήμαινε "στέμμα" και χρησιμοποιήθηκε σε πολλές γλώσσες για να δηλώσει εξουσία ή βασιλική εξουσία.
Συνώνυμα:
- To be crowned with honor (να στέφεται με τιμή)
- To be elevated (να ανυψώνεται)
Αντώνυμα:
- To be dethroned (να απομακρύνεται από το θρόνο)
- To be rejected (να απορρίπτεται)