Το "to be engaged" είναι φράση που λειτουργεί ως ρήμα και εκφράζει την κατάσταση ή τη διαδικασία του να είσαι εμπλεκόμενος ή να είσαι αρραβωνιασμένος.
/tu bi ɪnˈɡeɪdʒd/
Η φράση "to be engaged" χρησιμοποιείται σε δύο βασικά συμφραζόμενα:
Η φράση έχει συχνή χρήση και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται πιο συχνά στον γραπτό λόγο όταν αναφέρεται σε επίσημες ή προσωπικές σχέσεις.
Αυτός είναι αρραβωνιασμένος με μία όμορφη γυναίκα.
They are engaged in a lively discussion about politics.
Αυτοί είναι εμπλεκόμενοι σε μια ζωντανή συζήτηση για την πολιτική.
She wants to be engaged in community service.
"Ήταν πλήρως εμπλεκόμενοι σε μια συζήτηση για το μέλλον τους."
Get engaged:
"Σκοπεύουν να αρραβωνιαστούν αυτό το καλοκαίρι."
Engaged to be married:
"Είναι αρραβωνιασμένη για να παντρευτεί την επόμενη άνοιξη."
Engaged in a project:
"Η ομάδα είναι εμπλεκόμενη σε ένα έργο για τη βελτίωση της ανανεώσιμης ενέργειας."
Engaged in a struggle:
Η λέξη "engaged" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "engager", η οποία σημαίνει "να δεσμεύσω" ή "να προσηλώσω", και έχει ρίζες στο λατινικό "ingaggiare", το οποίο σημαίνει "να πιαστώ".
Συνώνυμα:
- Committed (δεσμευμένος)
- Involved (εμπλεκόμενος)
- Pledged (υποσχεμένος)
Αντώνυμα:
- Disengaged (αποσυνδεδεμένος)
- Uninvolved (μη εμπλεκόμενος)
- Free (ελεύθερος)