to be engaged - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

to be engaged (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "to be engaged" είναι φράση που λειτουργεί ως ρήμα και εκφράζει την κατάσταση ή τη διαδικασία του να είσαι εμπλεκόμενος ή να είσαι αρραβωνιασμένος.

Φωνητική μεταγραφή

/tu bi ɪnˈɡeɪdʒd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η φράση "to be engaged" χρησιμοποιείται σε δύο βασικά συμφραζόμενα:

  1. Αρραβώνας: Δήλωση ότι δύο άτομα πρόκειται να παντρευτούν.
  2. Εμπλοκή/Συμμετοχή: Αναφέρεται σε κάποιον που συμμετέχει ενεργά σε μια δραστηριότητα ή διάλογο.

Η φράση έχει συχνή χρήση και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται πιο συχνά στον γραπτό λόγο όταν αναφέρεται σε επίσημες ή προσωπικές σχέσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. He is engaged to a lovely woman.
  2. Αυτός είναι αρραβωνιασμένος με μία όμορφη γυναίκα.

  3. They are engaged in a lively discussion about politics.

  4. Αυτοί είναι εμπλεκόμενοι σε μια ζωντανή συζήτηση για την πολιτική.

  5. She wants to be engaged in community service.

  6. Αυτή θέλει να είναι εμπλεκόμενη σε υπηρεσίες της κοινότητας.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "engaged"

  1. Engaged in conversation:
  2. "They were fully engaged in conversation about their future."
  3. "Ήταν πλήρως εμπλεκόμενοι σε μια συζήτηση για το μέλλον τους."

  4. Get engaged:

  5. "They plan to get engaged this summer."
  6. "Σκοπεύουν να αρραβωνιαστούν αυτό το καλοκαίρι."

  7. Engaged to be married:

  8. "She is engaged to be married next spring."
  9. "Είναι αρραβωνιασμένη για να παντρευτεί την επόμενη άνοιξη."

  10. Engaged in a project:

  11. "The team is engaged in a project to improve renewable energy."
  12. "Η ομάδα είναι εμπλεκόμενη σε ένα έργο για τη βελτίωση της ανανεώσιμης ενέργειας."

  13. Engaged in a struggle:

  14. "He is engaged in a struggle for justice."
  15. "Είναι εμπλεκόμενος σε έναν αγώνα για τη δικαιοσύνη."

Ετυμολογία

Η λέξη "engaged" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "engager", η οποία σημαίνει "να δεσμεύσω" ή "να προσηλώσω", και έχει ρίζες στο λατινικό "ingaggiare", το οποίο σημαίνει "να πιαστώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Committed (δεσμευμένος) - Involved (εμπλεκόμενος) - Pledged (υποσχεμένος)

Αντώνυμα:
- Disengaged (αποσυνδεδεμένος) - Uninvolved (μη εμπλεκόμενος) - Free (ελεύθερος)



25-07-2024