Φράση
/tə bi ɡæst/
Η φράση "to be gassed" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση που κάποιος έχει εκτεθεί σε δηλητηριώδη αέρια ή φώσφορο, συνήθως σε στρατιωτικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται και μεταφορικά στο πλαίσιο της έντασής του σε μια κατάσταση υψηλής πίεσης ή ηλεκτρικής ενέργειας.
Η φράση τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε τεχνικά ή στρατιωτικά κείμενα.
"Οι στρατιώτες διατάχθηκαν να φορούν μάσκες σε περίπτωση που δηλητηριαστούν."
"After the explosion, some people reported feeling like they had been gassed."
Η φράση "to be gassed" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί σε κάποιες χαλαρές εκφράσεις.
"Ήταν τόσο καταβεβλημένος μετά τη συνάντηση, που ένιωθε σαν να είχε δηλητηριαστεί."
"Trying to keep up with the fast pace of the project left her feeling gassed."
Η λέξη "gassed" προέρχεται από την αγγλική λέξη "gas," η οποία αναφέρεται σε αέρια. Συνδέεται ιστορικά με την χρήση δηλητηριωδών αερίων στους πολέμους.