Η φράση "to be receivable" αποτελεί ρήμα φράσης.
/tu bi rɪˈsivəbl/
Η φράση "to be receivable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να εισπραχθεί ή να είναι αποδεκτό. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα των επιχειρήσεων, της λογιστικής ή των χρηματοοικονομικών, αναφερόμενη σε χρήματα, πληροφορίες ή παροχές που αναμένονται ή είναι δυνατές για εκκαθάριση. Στην αγγλική γλώσσα, η φράση χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό κείμενο, ειδικά σε τομείς που αφορούν τη χρηματοοικονομική ανάλυση και τις οικονομικές αναφορές.
Είναι σημαντικό για την εταιρεία να διασφαλίσει ότι όλα τα χρέη πρέπει να είναι εισπράξιμα μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους.
The contract specifies which payments are to be receivable after the service has been completed.
Το συμβόλαιο προσδιορίζει ποιες πληρωμές πρέπει να είναι εισπράξιμες μετά την ολοκλήρωση της υπηρεσίας.
Each invoice must clearly indicate payments that are to be receivable within a specific timeframe.
Η φράση "to be receivable" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σχετικές φράσεις που περιλαμβάνουν το παρακείμενο και περιγράφουν τη διαδικασία είσπραξης μπορούν να είναι χρήσιμες.
Οι απαιτήσεις από πελάτες πρέπει να συλλέγονται έγκαιρα για να διατηρηθεί η ρευστότητα.
If the payments are not to be receivable on time, the business may face cash flow issues.
Αν οι πληρωμές δεν είναι εισπράξιμες εγκαίρως, η επιχείρηση μπορεί να αντιμετωπίσει προβλήματα ρευστότητας.
Having a clear policy for receivables is essential for financial health.
Η λέξη "receivable" προέρχεται από τον Λατινικό όρο "recipere", που σημαίνει "να λαμβάνω", με το επίθημα "-able" που υποδηλώνει ικανότητα ή δυνατότητα.
Συνώνυμα: - Collectible - Acceptable
Αντώνυμα: - Uncollectible - Non-receivable