Φράση (φράση ρήματος)
/tə bloʊ ˈbʌbəlz/
Η φράση "to blow bubbles" σημαίνει τη δράση του φουσκώματος φυσαλίδων, συνήθως από σαπούνι με χρήση αέρα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη δραστηριότητα των παιδιών ή σαν αναφορά σε κάποια παιδική ή παιχνιδιάρικη κατάσταση.
Στη γλώσσα των Αγγλων, είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε καταστάσεις που αφορούν παιδιά και διασκέδαση.
Children love to blow bubbles at the park.
Τα παιδιά αγαπούν να φουσκώνουν φυσαλίδες στο πάρκο.
On sunny days, we often take a break to blow bubbles.
Τις ηλιόλουστες μέρες, συχνά κάνουμε ένα διάλειμμα για να φουσκώνουμε φυσαλίδες.
He taught his little sister how to blow bubbles.
Της έμαθε στη μικρή του αδελφή πώς να φουσκώνει φυσαλίδες.
Παρόλο που η φράση αυτή δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες έννοιες για να δημιουργήσει αλληγορίες ή μεταφορές.
"Life is like blowing bubbles; it's full of joy but can burst quickly."
"Η ζωή είναι σαν να φουσκώνεις φυσαλίδες; είναι γεμάτη χαρά αλλά μπορεί να σπάσει γρήγορα."
"Let's not blow bubbles about the future; prepare for challenges."
"Ας μην φουσκώνουμε φυσαλίδες για το μέλλον. Ας προετοιμαστούμε για προκλήσεις."
"He always blows bubbles when he tries to avoid reality."
"Αυτός φουσκώνει φυσαλίδες όταν προσπαθεί να αποφύγει την πραγματικότητα."
Η λέξη "blow" προέρχεται από την Άγγλικη λέξη "blāwan," που σημαίνει "να φυσάω." Η λέξη "bubble" προέρχεται από την παλαιότερη μορφή "boble," που έχει τις ρίζες της σε διάφορες γερμανικές γλώσσες.
Συνώνυμα: - to produce bubbles - to make bubbles
Αντώνυμα: - to pop bubbles - to deflate (αντί για να φουσκώνεις φυσαλίδες)
Αυτή η φράση είναι καλή για τη διδασκαλία των παιδιών, αλλά και για να εκφράσουν την ευχαρίστηση ή την αφέλεια σε διάφορες καταστάσεις.