Φράση: "to break jail" (να σπάσει τη φυλακή)
Φωνητική: /tuː breɪk dʒeɪl/
Η φράση "to break jail" αναφέρεται στην ενέργεια της απόδρασης από τη φυλακή. Χρησιμοποιείται κυρίως στο προφορικό λόγο και αναφέρεται σε παρανομίες ή δραστηριότητες που σχετίζονται με τη φυλακή. Η συχνότητά της μπορεί να ποικίλει ανάλογα με το περιβάλλον (π.χ., σε εγκληματολογικά ή δημοσιογραφικά συμφραζόμενα).
Προσπάθησε να δραπετεύσει από τη φυλακή αλλά πιάστηκε από τους φρουρούς.
The movie is about a group of prisoners plotting to break jail.
Η φράση "to break jail" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν σχετικές δυνατότητες στον τομέα της απελευθέρωσης ή της απόδρασης. Ορισμένες ιδιωματικές φράσεις που σχετίζονται με τη φυλακή είναι:
Πολλοί κρατούμενοι ονειρεύονται να δραπετεύσουν από τη φυλακή.
Do time: to serve a prison sentence.
Έπρεπε να εκτίσει ποινή για τα εγκλήματα του.
On the run: escaping from law enforcement.
Αφού έσπασε τη φυλακή, ήταν στα τρεχάματα για εβδομάδες.
In the clink: slang for jail.
Η φράση "to break jail" προέρχεται από τη kombinacja της λέξης "break" (σπάω) και "jail" (φυλακή), χρησιμοποιώντας τη λογική ότι σπάει κανείς τα «δεσμά» ή τους περιορισμούς της φυλακής.
Συνώνυμα: - Escape from prison (να δραπετεύσει από τη φυλακή) - Break out of jail (να δραπετεύσει από τη φυλακή)
Αντώνυμα: - Serve time (να εκτίσει ποινή) - Be incarcerated (να είναι φυλακισμένος)