Το "to chisel out" είναι ρήμα.
/tə ˈtʃɪzəl aʊt/
Η φράση "to chisel out" σημαίνει να αφαιρέσεις υλικό (συνήθως ξύλο ή πέτρα) χρησιμοποιώντας ένα σκαλιστήρι, συχνά με σκοπό να δημιουργήσεις ένα συγκεκριμένο σχήμα ή σχέδιο. Χρησιμοποιείται συχνά σε καλλιτεχνικά και δημιουργικά συμφραζόμενα, καθώς και για τη διαδικασία κατασκευής και γλυπτικής. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να παρουσιαστεί και σε προφορικές συζητήσεις, κυρίως όταν αναφέρεται σε καλλιτεχνικές διαδικασίες.
He decided to chisel out a beautiful sculpture from the marble block.
Αποφάσισε να σκαλίσει ένα όμορφο γλυπτό από το μάρμαρο.
The artist will chisel out the details of the figure in the coming weeks.
Ο καλλιτέχνης θα σκαλίσει τις λεπτομέρειες της φιγούρας τις επόμενες εβδομάδες.
It takes a lot of skill to chisel out intricate designs.
Απαιτεί πολλή δεξιοτεχνία να σκαλίσεις περίπλοκα σχέδια.
Η φράση "to chisel out" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους συμφραζόμενους. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα σχετικές εκφράσεις:
Chisel out a career
"He worked hard to chisel out a career in architecture."
Δούλεψε σκληρά για να χτίσει μια καριέρα στην αρχιτεκτονική.
Chisel out time
"I need to chisel out some time to finish this project."
Πρέπει να βρω λίγο χρόνο για να ολοκληρώσω αυτό το έργο.
Chisel out a niche
"She was able to chisel out a niche for herself in the competitive market."
Κατάφερε να βρει μια θέση για τον εαυτό της στην ανταγωνιστική αγορά.
Η λέξη "chisel" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "ciselian", που σημαίνει "να κόψεις" και σχετίζεται με το αρχαίο γαλλικό "cisel", που σημαίνει επίσης "να σκαλίσεις".
Συνώνυμα: - To carve out - To sculpt out - To fashion out
Αντώνυμα: - To fill in - To smooth over - To cover up