to clasp hands - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

to clasp hands (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "to clasp (one's own) hands" αναφέρεται στην πράξη του να σφίγγει κανείς τα χέρια του ή να βάζει τις παλάμες του μεταξύ τους, συχνά ως ένδειξη συγκέντρωσης, προσευχής ή ακόμα και αναμονής. Στην αγγλική γλώσσα, αυτή η φράση χρησιμοποιείται πολύ συχνά και μπορεί να έχει διάφορα συμφραζόμενα, όπως η έκφραση συναισθημάτων ή η παροχή στήριξης στον εαυτό.

Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί πιο συχνά σε επίσημο ή λογοτεχνικό περιβάλλον.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. She decided to clasp her hands and pray for strength.
    (Αποφάσισε να σφίξει τα χέρια της και να προσευχηθεί για δύναμη.)

  2. When he was nervous, he always clasped his hands tightly.
    (Όταν ήταν νευρικός, πάντα έσφιγγε σφιχτά τα χέρια του.)

  3. During the meeting, she clasped her hands in front of her to appear calm.
    (Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, σφίγγει τα χέρια της μπροστά της για να φαίνεται ήρεμη.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "to clasp (one's own) hands" μπορεί να σχετιστεί με κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις ή συνθήκες. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:

  1. Clasping hands in prayer
    When in need, many people find solace in clasping hands in prayer.
    (Όταν βρισκόμαστε σε ανάγκη, πολλοί άνθρωποι βρίσκουν ανακούφιση στο να σφίγγουν τα χέρια τους σε προσευχή.)

  2. Clasped hands during meditation
    Clasped hands during meditation can help in focusing the mind.
    (Τα σφιχτά χέρια κατά τη διάρκεια του διαλογισμού μπορούν να βοηθήσουν στη συγκέντρωση του νου.)

  3. Clasping hands for comfort
    She often found herself clasping her hands for comfort in stressful situations.
    (Συχνά την έβρισκε να σφίγγει τα χέρια της για παρηγοριά σε αγχωτικές καταστάσεις.)

  4. Nervously clasping hands
    He was nervously clasping his hands while waiting for the interview.
    (Έσφιγγε νευρικά τα χέρια του ενώ περίμενε για τη συνέντευξη.)

  5. Clasp hands and take a deep breath
    Before speaking, she would clasp her hands and take a deep breath to steady herself.
    (Πριν μιλήσει, έσφιγγε τα χέρια της και έπαιρνε μια βαθιά αναπνοή για να συγκεντρωθεί.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "clasp" προέρχεται από τη μεσαία αγγλική λέξη "claspen," που είναι πιθανό να προέρχεται από την αρχαία γερμανική λέξη "klaps," που σημαίνει να κλείνεται ή να σφίγγεται, και συνδέεται με την έννοια της έντασης ή του κράτους του κλειδώματος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024