Φράση (ρήμα + επιρρύθμιο)
/tə dæns ˈɡreɪsfəli/
Η φράση "to dance gracefully" αναφέρεται στον τρόπο χορού που είναι κομψός, ρέων και με μια αίσθηση αρμονίας. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον που χορεύει με ομορφιά και ελαφρότητα, που ενσωματώνει κινήσεις που φαίνονται φυσικές και εύκολες.
Η χρήση της είναι συχνή στον προφορικό λόγο, καθώς και σε περιγραφές θεαμάτων όπως χορογραφίες και παραστάσεις.
She always knows how to dance gracefully at the ballet performances.
(Πάντα ξέρει πώς να χορεύει με χάρη στις παραστάσεις μπαλέτου.)
It takes years of practice to learn to dance gracefully.
(Χρειάζονται χρόνια εξάσκησης για να μάθεις να χορεύεις κομψά.)
The dancers moved to the music, dancing gracefully across the stage.
(Οι χορευτές κινούνταν με τη μουσική, χορεύοντας με χάρη πάνω στη σκηνή.)
Η φράση "to dance gracefully" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ομορφιά και τη δεξιοτεχνία στο χορό.
"She dances gracefully as if she were part of the music."
(Χορεύει με χάρη σαν να είναι μέρος της μουσικής.)
"To dance gracefully is a skill that takes dedication."
(Να χορεύεις με χάρη είναι μια ικανότητα που απαιτεί αφοσίωση.)
"When he dances gracefully, it captivates the audience."
(Όταν χορεύει με χάρη, μαγνητίζει το κοινό.)
"Learning to dance gracefully can enhance your stage presence."
(Το να μάθεις να χορεύεις με χάρη μπορεί να βελτιώσει την παρουσία σου στη σκηνή.)
"She glided across the floor, dancing gracefully in her stunning gown."
(Διαφάνειες στον διάδρομο, χορεύοντας με χάρη στο εντυπωσιακό φόρεμά της.)
"Dancing gracefully is not just about physical steps; it's about emotion."
(Το να χορεύεις με χάρη δεν αφορά μόνο τα φυσικά βήματα, αλλά και το συναίσθημα.)
Η λέξη "dance" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "dancer", που σημαίνει "να χορεύεις", και έχει ρίζες στη γερμανική λέξη "dōn", που σημαίνει "να κινείσαι". Ο όρος "gracefully" προέρχεται από το λατινικό "gratia", που σημαίνει "χάρη" ή "ευγενικότητα".
Συνώνυμα: - to dance elegantly (να χορεύω κομψά) - to dance fluidly (να χορεύω ρευστά)
Αντώνυμα: - to dance clumsily (να χορεύω αδέξια) - to dance awkwardly (να χορεύω άβολα)