Η φράση "to dine late" είναι ρήμα.
/fə dʌɪn leɪt/
Η φράση "to dine late" αναφέρεται στη συνήθεια ή την πράξη του να τρώει κανείς το δείπνο του αργά το απόγευμα ή τη νύχτα. Συχνά, σε ορισμένες κουλτούρες ή περιοχές, το δείπνο μπορεί να σερβίρεται πολύ αργά, και αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει αυτή τη συνήθεια.
Η φράση χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε γραπτά κείμενα που περιγράφουν συνήθειες διατροφής ή πολιτιστικές πρακτικές.
Προτιμώ να δείπνιω αργά γιατί απολαμβάνω την πιο ήσυχη ατμόσφαιρα.
In Spain, people often choose to dine late, sometimes after 10 PM.
Στην Ισπανία, οι άνθρωποι συχνά επιλέγουν να δείπνουν αργά, μερικές φορές μετά τις 10 μ.μ.
On weekends, they like to dine late at their favorite restaurant.
Η φράση "to dine late" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Ας μην βιαστούμε και απλά να δείπνουμε αργά απόψε.
I remember how my family would gather to dine late during the holidays.
Θυμάμαι πώς η οικογένειά μου συγκεντρωνόταν για να δείπνουμε αργά κατά τις γιορτές.
He likes to dine late to enjoy the night view of the city.
Του αρέσει να δείπνουν αργά για να απολαύσουν τη νυχτερινή θέα της πόλης.
We decided to dine late to avoid the crowds at the restaurant.
Αποφασίσαμε να δείπνουμε αργά για να αποφύγουμε τους πολυάριθμους πελάτες στο εστιατόριο.
Many cultures have the tradition to dine late, bringing families together.
Η λέξη "dine" προέρχεται από το παλιογαλλικό "disner", που σημαίνει "να φάει" και η λέξη "late" προέρχεται από το παλαιά αγγλική "læt", που σημαίνει "καθυστερημένος" ή "μετά από".
Συνώνυμα: - To have dinner - To eat late
Αντώνυμα: - To dine early - To have an early dinner