Η φράση "to extirpate weeds" σημαίνει να αφαιρέσει κάποιος τα ζιζάνια από έναν κήπο ή μια καλλιέργεια με πλήρη και ακαριαίο τρόπο, προκειμένου να μην ξαναδημιουργηθούν. Η ενεργητική χρήση της φράσης είναι συχνή σε περιβάλλοντα όπου γίνεται αναφορά στη γεωργία και την κηπουρική. Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Ο κηπουρός δούλεψε σκληρά για να εκριζώσει τα ζιζάνια από τα παρτέρια.
It's essential to extirpate weeds early in the season for the best crop yield.
Είναι απαραίτητο να εκριζώσουμε τα ζιζάνια νωρίς στην εποχή για την καλύτερη απόδοση της καλλιέργειας.
Farmers often hire professionals to extirpate weeds efficiently.
Η φράση δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο η έννοια του "εκριζώματος" μπορεί να συνδυάζεται με κάποιες εκφράσεις.
Να εκριζώσουμε ένα πρόβλημα πριν εξαπλωθεί.
We should extirpate bad habits to succeed.
Πρέπει να εκριζώσουμε τις κακές συνήθειες για να πετύχουμε.
Extirpating all distractions during study time is crucial.
Η λέξη "extirpate" προέρχεται από τη λατινική λέξη "extirpatus", που σημαίνει "να αφαιρέσεις" και "stirpare", που σημαίνει "να εκριζώσεις". Συνδυάζει την πρόθεση "ex-" (εκτός) με το "stirps" (ρίζα).