"To feel (to be) aggravated" είναι μια φράση που περιλαμβάνει το ρήμα "feel" και το επίθετο "aggravated".
/tə fiːl ˈæɡrəveɪtɪd/
Η φράση "to feel (to be) aggravated" χρησιμοποιείται για να εκφράσει ότι κάποιος αισθάνεται εκνευρισμένος ή ανήσυχος, συχνά έπειτα από μια κατάσταση που τον ενοχλεί ή τον αγχώνει. Είναι μια κοινή έκφραση στη γλώσσα των αγγλόφωνων, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, με την τάση να εμφανίζεται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Αισθάνομαι εκνευρισμένος όταν με διακόπτουν οι άνθρωποι.
She was aggravated by the constant noise outside.
Αυτή ήταν εκνευρισμένη από τον συνεχόμενο θόρυβο έξω.
He tends to feel aggravated in stressful situations.
Η λέξη "aggravated" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Μην εκνευρίζεσαι για μικροπράγματα.
I try not to let people aggravate me.
Προσπαθώ να μην αφήνω τους ανθρώπους να με εκνευρίζουν.
Her comments really aggravated the situation.
Τα σχόλιά της πραγματικά εκνεύρισαν την κατάσταση.
He has a way of aggravating the people around him.
Έχει έναν τρόπο να εκνευρίζει τους ανθρώπους γύρω του.
Feeling aggravated can lead to more stress.
Το να αισθάνεσαι εκνευρισμένος μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερο άγχος.
I can't stand that noise; it's aggravating me!
Δεν μπορώ να αντέξω αυτόν τον θόρυβο, με εκνευρίζει!
When you don’t listen, it really aggravates me.
Όταν δεν ακούς, με εκνευρίζει πραγματικά.
Finding a solution to the problem is key to not feeling aggravated.
Η λέξη "aggravated" προέρχεται από το λατινικό "aggravare", που σημαίνει "να επιβαρύνω" ή "να κάνω πιο σοβαρό". Συνδυάζει την πρόθεση "ad-" (προς) και το "grava" (βάρος).
Συνώνυμα: - annoyed (εκνευρισμένος) - irritated (ενοχλημένος) - exasperated (απογοητευμένος) - frustrated (αποτυχημένος)
Αντώνυμα: - calm (ηρεμία) - relaxed (χαλαρός) - composed (συγκρατημένος) - unbothered (ασυγκίνητος)