Η φράση "to feel lonely" αποτελεί ρήμα στη μορφή του α-infinitive.
/fɪl ˈloʊnli/
Η φράση "to feel lonely" αναφέρεται στην κατάσταση του ατόμου που αισθάνεται μοναξιά ή απομόνωση. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει συναισθήματα λύπης ή απογοήτευσης που προκύπτουν όταν κάποιος νιώθει ότι δεν έχει συντροφιά ή υποστήριξη. Η χρήση της φράσης παρατηρείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή στον προφορικό.
Μερικές φορές, νιώθω μόνος ακόμα και όταν είμαι περιτριγυρισμένος από φίλους.
It's normal to feel lonely during tough times.
Η φράση "to feel lonely" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Μετά τη μετακόμιση σε μια νέα πόλη, πραγματικά άρχισα να νιώθω μόνος.
When my friends are all busy, I often feel lonely at home.
Όταν οι φίλοι μου είναι όλοι απασχολημένοι, συχνά αισθάνομαι μοναξιά στο σπίτι.
Traveling alone sometimes makes me feel lonely, but it's also a time for reflection.
Ταξιδεύοντας μόνος μερικές φορές με κάνει να νιώθω μόνος, αλλά είναι επίσης μια εποχή για αναστοχασμό.
Even in a crowded place, I can still feel lonely if I don’t connect with anyone.
Η λέξη "lonely" προέρχεται από το παλαιά Αγγλικά "lone," που σημαίνει "μόνος," συνδυασμένο με το επίθημα "-ly," που δείχνει κατάσταση ή ποιότητα. Από την άλλη πλευρά, το "feel" προέρχεται από το παλαιά Αγγλικά "felan," που σημαίνει "να αγγίζεις ή να αισθάνεσαι."
Συνώνυμα: - To feel isolated - To feel alone - To feel abandoned
Αντώνυμα: - To feel connected - To feel supported - To feel loved