Το "to impede" είναι ρήμα και το "verification" είναι ουσιαστικό.
Η φράση "to impede verification" σημαίνει να εμποδίζει ή να περιορίζει τη διαδικασία επαλήθευσης ή επιβεβαίωσης. Συνήθως χρησιμοποιείται σε νομικά, ακαδημαϊκά ή τεχνικά πλαίσια όπου απαιτείται η επιβεβαίωση πληροφοριών ή στοιχείων. Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο περιγραφής διαδικασιών.
Το να εμποδίσει την επαλήθευση των δεδομένων μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά λάθη στην έρευνα.
The lack of documentation will impede verification of the claims made.
Η φράση "to impede verification" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρείτε σχετικές φράσεις που χρησιμοποιούν το "impede":
Κανένα στοιχείο δεν πρέπει να εμποδίσει τη διαδικασία επαλήθευσής μας.
The regulations are set to impede any attempts at verification.
Οι κανονισμοί έχουν θεσπιστεί για να εμποδίσουν οποιαδήποτε προσπάθεια επαλήθευσης.
Delays in reporting can seriously impede verification efforts.
Οι καθυστερήσεις στην αναφορά μπορούν σοβαρά να εμποδίσουν τις προσπάθειες επαλήθευσης.
Transparency is crucial to avoid any impediments to verification.