/ tə lid ˈnoʊˌwɛr /
Η φράση "to lead nowhere" σημαίνει να μην οδηγεί σε κάποιο συγκεκριμένο ή χρήσιμο αποτέλεσμα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις ή ενέργειες που αποδεικνύονται αναποτελεσματικές ή άσκοπες. Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι αρκετά συχνή και ενδέχεται να εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως άρθρα, δοκίμια και αναλύσεις, που αναφέρονται σε προβλήματα ή καταστάσεις που δεν έχουν προοπτική λύσης.
Οι συζητήσεις που είχαμε φαίνεται να μην οδηγούν πουθενά, και χρειαζόμαστε μια νέα προσέγγιση.
His efforts to change the company's policy led nowhere, as the board was against it.
Η φράση "to lead nowhere" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις αλλά μπορεί να συσχετιστεί με συζητήσεις για καταστάσεις και αποφάσεις που δεν αποφέρουν αποτελέσματα. Ωστόσο, υπάρχουν σχετικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της αποτυχίας ή της αναποτελεσματικότητας.
Το να καταδιώκεις μια πληροφορία που δεν οδηγεί πουθενά συχνά σπαταλά χρόνο και πόρους.
They felt that their investigation might be leading nowhere.
Ένιωθαν ότι η έρευνά τους μπορεί να μην οδηγεί πουθενά.
Sometimes, conversations that lead nowhere are better than silence.
Η φράση αποτελείται από το ρήμα "lead" που σημαίνει "οδηγώ" και τη λέξη "nowhere" που σημαίνει "πουθενά". Η σύνθεση τους συνδυάζει την έννοια της καθοδήγησης προς μια κατεύθυνση που τελικά δεν έχει σκοπό ή αποτέλεσμα.
Συνώνυμα: - To go in circles (να γυρνάς σε κύκλους) - To be fruitless (να είναι άκαρπο)
Αντώνυμα: - To lead somewhere (να οδηγεί κάπου) - To yield results (να αποφέρει αποτελέσματα)