Η φράση "to pay tithe" αποτελεί ρήμα.
/tuː peɪ taɪθ/
Η φράση "to pay tithe" αναφέρεται στην πράξη καταβολής ενός δέκατου μέρους του εισοδήματος ή των αγαθών προς μια θρησκευτική κοινότητα, συνήθως για σκοπούς υποστήριξης της εκκλησίας ή της κοινότητας. Χρησιμοποιείται κυρίως στον θρησκευτικό λόγο και σε παραδείγματα που σχετίζονται με την πίστη. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να προκύψει και σε προφορικούς διαλόγους σε θρησκευτικά συμφραζόμενα.
Many people choose to pay tithe as a way to support their church.
Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να καταβάλουν το δέκατο ως έναν τρόπο να στηρίξουν την εκκλησία τους.
It is common for members of the congregation to pay tithe regularly.
Είναι κοινό για τα μέλη της εκκλησίας να πληρώνουν το δέκατο τακτικά.
Η φράση "to pay tithe" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες θρησκευτικές και ηθικές ιδιωματικές εκφράσεις.
"He believes it's important to pay tithe to give back to the community."
"Πιστεύει ότι είναι σημαντικό να καταβάλει το δέκατο για να επιστρέψει στην κοινότητα."
"Many see paying tithe as a moral obligation."
"Πολλοί θεωρούν την καταβολή δέκατου ως ηθική υποχρέωση."
"She encourages her friends to pay tithe to help those in need."
"Τους ενθαρρύνει τους φίλους της να πληρώνουν δέκατο για να βοηθήσουν τους προσφεύγοντες."
Η λέξη "tithe" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "teotha," που σημαίνει "δέκατο," και έχει τις ρίζες της στα Γερμανικά και Λατινικά.
Συνώνυμα: - contribution (συνεισφορά) - donation (δωρεά)
Αντώνυμα: - retain (κρατώ) - withhold (παρακρατώ)
Αυτή η ανάλυση καταδεικνύει τη σημασία και τη χρησιμότητα της φράσης "to pay tithe" μέσα σε θρησκευτικά και ηθικά συμφραζόμενα.