Το "to pull in" είναι ρήμα.
/tu pʊl ɪn/
Η φράση "to pull in" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα, αλλά γενικά σημαίνει την ενέργεια του να φέρεις κάτι ή κάποιον σε έναν συγκεκριμένο χώρο ή πλαίσιο, ή να εισάγεις/προσελκύσεις κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό λόγο καθώς και στο γραπτό κείμενο, αλλά οι αναφορές της μπορεί να είναι πιο συχνές σε καθημερινές συνομιλίες.
Αποφάσισε να τραβήξει το αυτοκίνητο πιο κοντά στην είσοδο.
The team worked hard to pull in new clients for the project.
Η ομάδα εργάστηκε σκληρά για να προσελκύσει νέους πελάτες για το πρότζεκτ.
You need to pull in the reins if you want to control the situation.
Στην αγγλική γλώσσα, η φράση "to pull in" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Το κονσέρτο αναμένεται να προσελκύσει ένα μεγάλο πλήθος.
Pull in favor
Κατάφερε να αποκτήσει προτίμηση από τη διοίκηση.
Pull in your resources
Η φράση "to pull" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "pulien," που σημαίνει “όταν τράβηξες κάτι”. Το "in" προστίθεται για να υποδηλώσει την κατεύθυνση της δράσης.
Συνώνυμα: - Bring in - Draw in - Attract
Αντώνυμα: - Push out - Expel - Release