Η φράση "to recover damages" είναι ένα ρητό και αποτελεί μια ενέργεια (ρήμα + ουσιαστικό).
/tuː rɪˈkʌvər ˈdæmɪdʒɪz/
Η φράση "to recover damages" χρησιμοποιείται κυρίως στον νομικό τομέα και σημαίνει την αποκατάσταση ή ανάκτηση αποζημιώσεων που οφείλονται σε ένα άτομο ή οργανισμό για ζημιές που υπέστησαν. Είναι καθημερινά χρησιμοποιούμενη, κυρίως σε γραπτά νομικά κείμενα ή διαμεσολαβήσεις. Χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο, καθώς είναι πιο τεχνική φράση.
Αν μπορείς να αποδείξεις αμέλεια, μπορείς να ανακτήσεις αποζημιώσεις.
The court ruled in favor of the plaintiff, allowing them to recover damages for their injuries.
Το δικαστήριο αποφάσισε υπέρ του ενάγοντα, επιτρέποντάς του να αποζημιωθεί για τους τραυματισμούς του.
Companies often try to avoid paying to recover damages in lawsuits.
Η φράση "to recover damages" χρησιμοποιείται σε διάφορα νομικά πλαίσια και μπορεί να συνδυαστεί με ιδιωματικές εκφράσεις σε νομικές συζητήσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Το θιγόμενο μέρος έχει δικαίωμα να ανακτήσει αποζημιώσεις.
"It can be difficult to recover damages without clear evidence."
Είναι δύσκολο να ανακτήσεις αποζημιώσεις χωρίς σαφή στοιχεία.
"The contract specifies how parties can recover damages."
Η σύμβαση καθορίζει πώς μπορούν τα μέρη να ανακτήσουν αποζημιώσεις.
"She filed a claim to recover damages for her lost wages."
Κατέθεσε αγωγή για να αποζημιωθεί για τους χαμένους μισθούς της.
"In personal injury cases, the goal is to recover damages for pain and suffering."
Σε υποθέσεις σωματικών βλαβών, ο στόχος είναι να ανακτηθούν αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία.
"The legal team worked hard to recover damages for their client."
Η νομική ομάδα εργάστηκε σκληρά για να ανακτήσει αποζημιώσεις για τον πελάτη τους.
"If you fail to document your injuries, you may not recover damages."
Η λέξη "recover" προέρχεται από το λατινικό "recuperare", που σημαίνει "να επιστρέψω ή να πάρω πίσω". Η λέξη "damages" προέρχεται από το γαλλικό "dedommager" και την λατινική "damnum", η οποία σημαίνει "ζημία".
To seek redress
Αντώνυμα: