Το "to recreate oneself" είναι ρήμα.
/tu ˌriːkriːˈeɪt wʌnˈsɛlf/
Η φράση "to recreate oneself" σημαίνει να ανανεωθεί ή να επανασταθεί κάποιος, συχνά σε προσωπικό ή ψυχολογικό επίπεδο. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει αλλαγές στον τρόπο ζωής, τις συνήθειες ή την προσωπικότητα ενός ατόμου.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά είναι πιο παρατηρήσιμη σε θεωρητικά ή ψυχολογικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον.
Αφού πέρασε μια δύσκολη χρονιά, αποφάσισε να αναδημιουργήσει τον εαυτό της και να ξεκινήσει ξανά.
Many people travel to different countries to recreate themselves and find new perspectives.
Πολλοί άνθρωποι ταξιδεύουν σε διάφορες χώρες για να αναδημιουργήσουν τον εαυτό τους και να βρουν νέες προοπτικές.
The workshop helps participants to recreate themselves through art and self-expression.
Η φράση "to recreate oneself" μπορεί να συνδεθεί με κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που αφορά την αυτοανάλυση και την αλλαγή.
Αποφάσισε να ανακαλύψει ξανά τον εαυτό της μετά τον χωρισμό.
Start over: Sometimes, we all need a chance to start over and recreate ourselves.
Κάποιες φορές, όλοι χρειαζόμαστε μια ευκαιρία να ξεκινήσουμε από την αρχή και να αναδημιουργήσουμε τον εαυτό μας.
Turn over a new leaf: He turned over a new leaf and decided to recreate himself.
Άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο και αποφάσισε να αναδημιουργήσει τον εαυτό του.
Make a fresh start: Moving to a new city helped her make a fresh start and recreate herself.
Η μετακόμιση σε μια νέα πόλη την βοήθησε να κάνει μια νέα αρχή και να αναδημιουργήσει τον εαυτό της.
Be born anew: After the life-changing experience, she felt like she was born anew and could recreate herself.
Η λέξη "recreate" προέρχεται από το λατινικό "creare," που σημαίνει "δημιουργώ," με το πρόθεμα "re-" που σημαίνει "ξανά." Το "oneself" προέρχεται από τη συνένωση του αγγλικού "one" (ένας) και του "self" (εαυτός).
Συνώνυμα: - To reinvent oneself - To renew oneself - To transform oneself
Αντώνυμα: - To stagnate - To remain the same - To refrain from change