to run mad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

to run mad (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "to run mad" λειτουργεί ως ρήμα (verb).

Φωνητική μεταγραφή

/tu rʌn mæd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "to run mad" στο Αγγλικά αναφέρεται συχνά σε κατάσταση απώλειας ελέγχου ή λογικής σκέψης, είτε με κυριολεκτική είτε με μεταφορική έννοια. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις όπου κάποιος ενδέχεται να ενεργήσει παρορμητικά ή με παράνοια.

Συχνότητα χρήσης

Η φράση χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνά παρατηρούμενη σε γραπτά και μυθιστορήματα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. He was so stressed that he seemed to run mad.
  2. Ήταν τόσο αγχωμένος που φαινόταν να τρελαίνεται.

  3. When she heard the news, she could feel herself starting to run mad.

  4. Όταν άκουσε τα νέα, μπορούσε να νιώσει τον εαυτό της να αρχίζει να τρελαίνεται.

  5. If you keep pushing me, I might just run mad!

  6. Αν συνεχίσεις να με πιέζεις, μπορεί απλά να τρελαθώ!

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "to run mad"

  1. He ran mad when he found out about the betrayal.
  2. Τρελάθηκε όταν έμαθε για την προδοσία.

  3. Don’t run mad over small mistakes; everyone makes them.

  4. Μην τρελαίνεσαι για μικρά λάθη; Όλοι τα κάνουν.

  5. She felt like she would run mad if she didn’t take a break.

  6. Νιώθοντας ότι θα τρελαθεί αν δεν πάρει ένα διάλειμμα.

  7. The chaos of the party made everyone feel like they were running mad.

  8. Το χάος της γιορτής έκανε όλους να νιώθουν ότι τρελαίνονται.

  9. He tends to run mad in stressful situations, losing all rationality.

  10. Τείνει να τρελαίνεται σε αγχωτικές καταστάσεις, χάνοντας κάθε λογική.

  11. I can’t believe how people run mad during holiday sales!

  12. Δεν μπορώ να πιστέψω πώς οι άνθρωποι τρελαίνονται κατά τη διάρκεια των εκπτώσεων των διακοπών!

Ετυμολογία της λέξης

Η ετυμολογία της λέξης "mad" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "gemǽdde", που σημαίνει "τρελός". Ο όρος "run" έχει τις ρίζες του στη σχετική Ινδοευρωπαϊκή ρίζα *reue-, που σημαίνει "τρέχω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - to go crazy - to lose one's mind - to become insane

Αντώνυμα: - to remain calm - to stay composed - to be rational



25-07-2024