Η φράση "to run mad" λειτουργεί ως ρήμα (verb).
/tu rʌn mæd/
Η φράση "to run mad" στο Αγγλικά αναφέρεται συχνά σε κατάσταση απώλειας ελέγχου ή λογικής σκέψης, είτε με κυριολεκτική είτε με μεταφορική έννοια. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις όπου κάποιος ενδέχεται να ενεργήσει παρορμητικά ή με παράνοια.
Η φράση χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνά παρατηρούμενη σε γραπτά και μυθιστορήματα.
Ήταν τόσο αγχωμένος που φαινόταν να τρελαίνεται.
When she heard the news, she could feel herself starting to run mad.
Όταν άκουσε τα νέα, μπορούσε να νιώσει τον εαυτό της να αρχίζει να τρελαίνεται.
If you keep pushing me, I might just run mad!
Τρελάθηκε όταν έμαθε για την προδοσία.
Don’t run mad over small mistakes; everyone makes them.
Μην τρελαίνεσαι για μικρά λάθη; Όλοι τα κάνουν.
She felt like she would run mad if she didn’t take a break.
Νιώθοντας ότι θα τρελαθεί αν δεν πάρει ένα διάλειμμα.
The chaos of the party made everyone feel like they were running mad.
Το χάος της γιορτής έκανε όλους να νιώθουν ότι τρελαίνονται.
He tends to run mad in stressful situations, losing all rationality.
Τείνει να τρελαίνεται σε αγχωτικές καταστάσεις, χάνοντας κάθε λογική.
I can’t believe how people run mad during holiday sales!
Η ετυμολογία της λέξης "mad" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "gemǽdde", που σημαίνει "τρελός". Ο όρος "run" έχει τις ρίζες του στη σχετική Ινδοευρωπαϊκή ρίζα *reue-, που σημαίνει "τρέχω".
Συνώνυμα: - to go crazy - to lose one's mind - to become insane
Αντώνυμα: - to remain calm - to stay composed - to be rational