Ρήμα
/tu ˈsækrɪfaɪs wʌnˈsɛlf/
Η φράση "to sacrifice oneself" σημαίνει να δώσεις προτεραιότητα στις ανάγκες ή την ευημερία άλλων εις βάρος της δικής σου ευημερίας, συχνά σε ακραίες ή επικίνδυνες καταστάσεις. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις θυσίας για το καλό κάποιου άλλου. Η φράση είναι πιο συχνή σε γραπτό και λογοτεχνικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγω της ισχυρής ηθικής ή συναισθηματικής της σημασίας.
Ήταν πρόθυμος να θυσιαστεί για τη χώρα του.
In the movie, a hero decides to sacrifice himself to save others.
Στην ταινία, ένας ήρωας αποφασίζει να θυσιαστεί για να σώσει άλλους.
Sometimes, people must be prepared to sacrifice themselves for the greater good.
Η φράση "to sacrifice oneself" μπορεί να σχετίζεται με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που χρησιμοποιούν την έννοια της θυσίας και της αυτοθυσίας.
Πήγε στην καταστροφή, επιλέγοντας να θυσιαστεί για την ομάδα του.
"Put yourself on the line" – To risk oneself for others.
Οι δάσκαλοι συχνά βάζουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο, πρόθυμοι να θυσιαστούν για τους μαθητές τους.
"Bite the bullet" – To make a difficult decision involving sacrifice.
Αποφάσισε να δαγκώσει τη σφαίρα και να θυσιαστεί για τον φίλο του.
"Take a bullet for someone" – To be willing to endure pain or hardship for someone else.
Θα έπαιρνα μια σφαίρα για οποιονδήποτε αγαπώ; Θα θυσιαζόμουν ακόμα και χωρίς δισταγμό.
"Lay down one's life" – To die in the service of others.
Η λέξη "sacrifice" προέρχεται από τη λατινική λέξη "sacrificium", η οποία συνδυάζει "sacer" (ιερός) και "facere" (κάνω). Η έννοια σχετίζεται ιστορικά με τη θυσία ζώων ή αγαθών σε θεότητες ή οντότητες, και με την έννοια της αυτοθυσίας.
Συνώνυμα: - To give oneself - To offer oneself - To martyr oneself
Αντώνυμα: - To preserve oneself - To save oneself - To protect oneself