to sacrifice oneself - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

to sacrifice oneself (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/tu ˈsækrɪfaɪs wʌnˈsɛlf/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η φράση "to sacrifice oneself" σημαίνει να δώσεις προτεραιότητα στις ανάγκες ή την ευημερία άλλων εις βάρος της δικής σου ευημερίας, συχνά σε ακραίες ή επικίνδυνες καταστάσεις. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις θυσίας για το καλό κάποιου άλλου. Η φράση είναι πιο συχνή σε γραπτό και λογοτεχνικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγω της ισχυρής ηθικής ή συναισθηματικής της σημασίας.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. He was willing to sacrifice himself for his country.
  2. Ήταν πρόθυμος να θυσιαστεί για τη χώρα του.

  3. In the movie, a hero decides to sacrifice himself to save others.

  4. Στην ταινία, ένας ήρωας αποφασίζει να θυσιαστεί για να σώσει άλλους.

  5. Sometimes, people must be prepared to sacrifice themselves for the greater good.

  6. Μερικές φορές, οι άνθρωποι πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να θυσιαστούν για το κοινό καλό.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η φράση "to sacrifice oneself" μπορεί να σχετίζεται με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που χρησιμοποιούν την έννοια της θυσίας και της αυτοθυσίας.

  1. "Go down in flames" – To fail spectacularly, often with a great sacrifice.
  2. He went down in flames, choosing to sacrifice himself for his team.
  3. Πήγε στην καταστροφή, επιλέγοντας να θυσιαστεί για την ομάδα του.

  4. "Put yourself on the line" – To risk oneself for others.

  5. Teachers often put themselves on the line, willing to sacrifice themselves for their students.
  6. Οι δάσκαλοι συχνά βάζουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο, πρόθυμοι να θυσιαστούν για τους μαθητές τους.

  7. "Bite the bullet" – To make a difficult decision involving sacrifice.

  8. He decided to bite the bullet and sacrifice himself for his friend.
  9. Αποφάσισε να δαγκώσει τη σφαίρα και να θυσιαστεί για τον φίλο του.

  10. "Take a bullet for someone" – To be willing to endure pain or hardship for someone else.

  11. I’d take a bullet for anyone I love; I would even sacrifice myself without hesitation.
  12. Θα έπαιρνα μια σφαίρα για οποιονδήποτε αγαπώ; Θα θυσιαζόμουν ακόμα και χωρίς δισταγμό.

  13. "Lay down one's life" – To die in the service of others.

  14. Many soldiers lay down their lives, choosing to sacrifice themselves for their nation.
  15. Πολλοί στρατιώτες θυσιάζουν τη ζωή τους, επιλέγοντας να θυσιαστούν για το έθνος τους.

Ετυμολογία

Η λέξη "sacrifice" προέρχεται από τη λατινική λέξη "sacrificium", η οποία συνδυάζει "sacer" (ιερός) και "facere" (κάνω). Η έννοια σχετίζεται ιστορικά με τη θυσία ζώων ή αγαθών σε θεότητες ή οντότητες, και με την έννοια της αυτοθυσίας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - To give oneself - To offer oneself - To martyr oneself

Αντώνυμα: - To preserve oneself - To save oneself - To protect oneself



25-07-2024