Ρήμα (phrasal verb).
/tuː sɛnt aʊt/
Το "to scent out" σημαίνει να εντοπίσεις ή να ανακαλύψεις κάτι χρησιμοποιώντας τη μυρωδιά ή την όσφρηση. Συνήθως χρησιμοποιείται σε ένα πλαίσιο όπου ένα άτομο ή ένα ζώο ανιχνεύει μια μυρωδιά για να βρει κάτι όπως τροφή ή έναν άνθρωπο. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο στον προφορικό λόγο, στην καθημερινή ομιλία, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε γραπτές αναφορές.
Ο σκύλος μπορεί να μυρίσει τον κρυμμένο θησαυρό κάτω από το έδαφος.
She used her keen sense of smell to scent out the source of the odor.
Το "to scent out" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν την ικανότητα ανακάλυψης ή ανίχνευσης πραγμάτων μέσω της μυρωδιάς ή της δηλωτικής ικανότητας. Εδώ είναι μερικές αλληλένδετες προτάσεις:
Ο αίμα-χήνας μπορεί να ανιχνεύσει πρόσωπα που λείπουν σε μεγάλες αποστάσεις.
He has the ability to scent out lies with his intuition.
Έχει την ικανότητα να ανακαλύπτει ψέματα με την διαίσθησή του.
Animals have evolved to scent out dangers in their environment.
Η φράση "scent out" συνδυάζει την αγγλική λέξη "scent", που προέρχεται από τη γαλλική λέξη "sentir" (σημαίνει «να μυρίζω»), και το "out", το οποίο υποδηλώνει την δράση τοποθέτησης ή ανακάλυψης. Το "scent" έχει ρίζες στα Λατινικά, προερχόμενο από το "sentire" (να αισθανθείς).