Η φράση "to scintillate witticisms" περιλαμβάνει ρήμα ("to scintillate") και ουσιαστικό ("witticisms").
To scintillate: /tə ˈsɪntəleɪt/
Witticisms: /ˈwɪtɪˌsɪzəmz/
Το ρήμα "to scintillate" σημαίνει να εκπέμπει φως ή να λάμπει, αλλά και να εμπλουτίζεται με πνευματώδη σχόλια ή ιδέες. Το "witticisms" αναφέρεται σε πνευματώδη ή έξυπνα σχόλια που συχνά περιέχουν χιούμορ. Η φράση "to scintillate witticisms" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που εκφράζει έξυπνες και δεν εφαρμόζει, με συχνότητα μεγαλύτερη στον προφορικό λόγο σε κοινωνικές ή χαλαρές συζητήσεις, αλλά και σε γραπτό περιεχόμενο όπως άρθρα ή κείμενα για το χιούμορ.
Αγαπά να σκορπά πνευματώδη σχόλια κατά τη διάρκεια των δείπνων μας.
At the comedy club, she was able to scintillate witticisms that had everyone laughing.
Η φράση "to scintillate witticisms" συνδέεται με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εξυπνάδα και το χιούμορ.
Η ανάλαφρη συζήτησή τους κρατούσε όλους απασχολημένους.
Scintillating wit: Υψηλής ποιότητας εξυπνάδα.
Η υψηλής ποιότητας εξυπνάδα του τον έκανε το κέντρο της προσοχής στο πάρτι.
Scintillating repartee: Λαμπρή αντιπαράθεση.
Η λέξη "scintillate" προέρχεται από τη λατινική λέξη "scintillare," που σημαίνει "να λάμπει ή να αστράφτει." Το "witticism" προέρχεται από τη λέξη "wit," που προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "wita," η οποία σημαίνει "γνώση" ή "σοφία."
Αντώνυμα του "scintillate": dull, fade, languish.
Συνώνυμα του "witticisms": jokes, quips, repartee.