Η έκφραση "to sit tight" λειτουργεί ως ρήμα (verb phrase) στην αγγλική γλώσσα.
/phə sɪt taɪt/
Η φράση "to sit tight" σημαίνει να παραμείνεις σε μία θέση ή κατάσταση χωρίς να κινείσαι ή να αλλάζεις τίποτα μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή ή μέχρι να προκύψουν οι κατάλληλες εξελίξεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου χρειάζεται υπομονή ή αναμονή.
Η έκφραση είναι σχετικά κοινή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη χρήση στον προφορικό λόγο.
"I decided to sit tight and see how the situation unfolds."
"Αποφάσισα να περιμένω και να δω πώς εξελίσσεται η κατάσταση."
"When the storm hit, we had to sit tight until it passed."
"Όταν χτύπησε η καταιγίδα, έπρεπε να καθίσουμε ήσυχα μέχρι να περάσει."
"It's best to sit tight and not make any rash decisions."
"Είναι καλύτερο να μείνουμε ανενεργοί και να μην πάρουμε βιαστικές αποφάσεις."
Η φράση "to sit tight" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
"The economy is tough right now, but we just have to sit tight until things improve."
"Η οικονομία είναι δύσκολη αυτή τη στιγμή, αλλά απλά πρέπει να περιμένουμε μέχρι τα πράγματα να βελτιωθούν."
"If you sit tight, the answers will come to you in time."
"Αν καθίσεις ήσυχα, οι απαντήσεις θα έρθουν σε σένα με τον καιρό."
"They told us to sit tight and trust the process."
"Μας είπαν να μείνουμε ανενεργοί και να εμπιστευτούμε τη διαδικασία."
"During an emergency, it's often best to sit tight and follow instructions."
"Κατά τη διάρκεια μιας έκτακτης ανάγκης, είναι συχνά καλύτερο να μείνουμε ήσυχοι και να ακολουθήσουμε τις οδηγίες."
"He said to sit tight, and before long, opportunities would arise."
"Είπε να περιμένουμε και πριν από πολύ καιρό, οι ευκαιρίες θα παρουσιαστούν."
"While we sit tight, let’s prepare for any changes that might come."
"Ενώ περιμένουμε, ας προετοιμαστούμε για τυχόν αλλαγές που μπορεί να έρθουν."
Η φράση "to sit tight" προέρχεται από τη συνδυασμένη χρήση των λέξεων "sit" (κάθομαι) και "tight" (σφιχτά, σταθερά), υποδηλώνοντας την έννοια της σταθερότητας και της ακινησίας. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει ότι κάποιος πρέπει να παραμείνει ήρεμος και αναμένοντας.
Συνώνυμα: - to wait patiently (να περιμένεις υπομονετικά) - to remain still (να παραμείνεις ακίνητος)
Αντώνυμα: - to rush (να βιάζεσαι) - to act hastily (να ενεργείς βιαστικά)