Ρήμα
/tə teɪk kəˈmænd/
Η φράση "to take command" σημαίνει να αναλάβεις τον έλεγχο μιας κατάστασης, ομάδας, ή δραστηριότητας. Χρησιμοποιείται συχνά στον στρατιωτικό ή επαγγελματικό τομέα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέση και μπορεί να συναντηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι συνηθέστερη σε γραπτό πλαίσιο.
Όταν ο καπετάνιος αρρώστησε, ήταν απαραίτητο να αναλάβει κάποιος άλλος τον έλεγχο.
In a crisis, it's important to take command and make quick decisions.
Η φράση "to take command" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Αναλάβετε τον έλεγχο της κατάστασης.
Take command like a true leader
Ανάλαβε τον έλεγχο σαν αληθινός ηγέτης.
If you want things done right, you have to take command
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, αποφάσισε να αναλάβει τον έλεγχο της παρουσίασης.
He was afraid to take command of the group, fearing rejection.
Φοβόταν να αναλάβει τον έλεγχο της ομάδας, φοβούμενος την απόρριψη.
Only by taking command of your own life can you find true happiness.
Η φράση προέρχεται από τη λέξη "command", η οποία προέρχεται από το λατινικό "commandare", που σημαίνει "να αναθέσεις" ή "να δώσεις εντολή". Η λέξη "take" σημαίνει "να πάρω" ή "να αναλάβω".
Συνώνυμα: - to seize control - to assume command - to lead
Αντώνυμα: - to surrender - to relinquish control - to yield