Το "to take refuge" είναι μία φράση που λειτουργεί ως ρήμα.
/tuː teɪk ˈrɛfjuːdʒ/
Η φράση "to take refuge" σημαίνει να βρεις ασφαλές μέρος ή να προστατευτείς από κίνδυνο ή κακουχίες. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου κάποιος αναζητά προστασία από φυσικά φαινόμενα, πόλεμοι, διωγμοί ή άλλες καταστάσεις κινδύνου. Η χρήση της είναι συχνότερη σε γραπτό πλαίσιο αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορική ομιλία.
They had to take refuge in a nearby church during the storm.
Αναγκάστηκαν να πάρουν καταφύγιο σε μια κοντινή εκκλησία κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
The animals take refuge in their burrows when danger is near.
Τα ζώα παίρνουν καταφύγιο στις φωλιές τους όταν ο κίνδυνος είναι κοντά.
Many people took refuge in the city from the war.
Πολλοί άνθρωποι πήραν καταφύγιο στην πόλη από τον πόλεμο.
Η φράση "to take refuge" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωτικές εκφράσεις που σχετίζονται με την προστασία ή την ασφαλή διαφυγή.
To take refuge in lies
He seemed to take refuge in lies to avoid the truth.
Φαινόταν να παίρνει καταφύγιο σε ψέματα για να αποφύγει την αλήθεια.
To take refuge in numbers
Investors often take refuge in numbers during times of market volatility.
Οι επενδυτές συχνά παίρνουν καταφύγιο στους αριθμούς κατά τη διάρκεια περιόδων μεταβλητότητας της αγοράς.
To take refuge in routine
After the chaos, she took refuge in her daily routine.
Μετά το χάος, αυτή επέλεξε να πάρει καταφύγιο στην καθημερινή της ρουτίνα.
To take refuge from the storm
We found a place to take refuge from the storm.
Βρήκαμε ένα μέρος για να πάρουμε καταφύγιο από την καταιγίδα.
To take refuge in tradition
He often takes refuge in tradition when making difficult decisions.
Συχνά βρίσκει καταφύγιο στην παράδοση όταν κάνει δύσκολες αποφάσεις.
Η φράση "to take refuge" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "refuge", η οποία έχει την ίδια σημασία. Η λέξη "refuge" προέρχεται από το λατινικό "refugium", που σημαίνει "επιστροφή", "άσυλο" ή "καταφύγιο", και αποτελείται από το "re-" (πίσω) και "fugere" (να δραπετεύεις).
Συνώνυμα: - To seek shelter - To find protection - To escape
Αντώνυμα: - To expose - To risk - To face danger