Η φράση "to take stock" λειτουργεί ως ρήμα με ιδεατό νόημα.
/tu teɪk stɒk/
Η φράση "to take stock" σημαίνει να σταματήσουμε και να αξιολογήσουμε την τρέχουσα κατάσταση ή τις συνθήκες, συχνά για να προγραμματίσουμε τα επόμενα βήματα. Χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό λόγο είτε σε γραπτά κείμενα, με μια ελαφριά προτίμηση στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε καθημερινές συνομιλίες.
Πριν προχωρήσουμε με το έργο, πρέπει να κάνουμε απολογισμό των τρεχουσών πόρων μας.
After the crisis, the company decided to take stock of its financial situation.
Μετά την κρίση, η εταιρεία αποφάσισε να αξιολογήσει την οικονομική της κατάσταση.
It’s a good idea to take stock of your goals at the beginning of the year.
Η φράση "to take stock" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Να κάνεις απολογισμό της κατάστασης.
It's time to take stock and rethink our strategy.
Είναι καιρός να κάνεις απολογισμό και να ξανασκεφτούμε τη στρατηγική μας.
She needed to take stock of her priorities.
Χρειαζόταν να αξιολογήσει τις προτεραιότητές της.
Taking stock can often lead to better decision making.
Η αξιολόγηση μπορεί συχνά να οδηγήσει σε καλύτερες αποφάσεις.
After the event, they took stock of what went well and what didn’t.
Η φράση "to take stock" προέρχεται από τη διαδικασία της απογραφής (stock taking) που χρησιμοποιείται για την καταγραφή εμπορευμάτων και προμηθειών σε επιχειρήσεις.
to review
Αντώνυμα: