Είναι μια φράση που λειτουργεί ως ρήμα.
/tə tɔk tʌf/
Η φράση "to talk tough" σημαίνει να μιλάς με αυστηρό ή επιθετικό τρόπο, πολλές φορές με σκοπό να δείξεις δύναμη ή εξουσία. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα που θέλουν να φαίνονται πιο δυναμικά ή τρομακτικά, ακόμα κι αν δεν είναι απαραίτητα έτσι στη δράση. Αυτή η φράση είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο και χρησιμοποιείται σε καθημερινές συνομιλίες, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα, όπως άρθρα ή ειδήσεις που εξετάζουν πολιτικές ή κοινωνικές καταστάσεις.
Αυτός τείνει να μιλά σκληρά όταν διαπραγματεύεται συμφωνίες.
In her speeches, she seems to talk tough about the issues.
Στις ομιλίες της, φαίνεται να μιλά σκληρά για τα προβλήματα.
It's easy to talk tough, but will he actually take action?
Μιλά σκληρά αλλά περπατά ήρεμα. (Αυτό σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να φαίνεται επιθετικός αλλά δείχνει ήπια συμπεριφορά στην πράξη.)
He's all talk and no action.
Είναι μόνο λόγια και καθόλου δράση. (Αυτό υποδηλώνει ότι κάποιος που μιλά σκληρά δεν εκπληρώνει τις υποσχέσεις του.)
Don't just talk tough; prove it.
Μην μιλάς μόνο σκληρά; απόδειξέ το. (Σημαίνει ότι η συμπεριφορά πρέπει να συνάδει με τα λόγια κάποιου.)
She talks tough to protect herself.
Μιλά σκληρά για να προστατευθεί. (Αυτό υποδηλώνει ότι κάποιος χρησιμοποιεί τη σκληρή ομιλία ως άμυνα.)
Talking tough can sometimes backfire.
Η φράση "to talk tough" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "talk" σημαίνει να μιλάς και "tough" σημαίνει σκληρός ή ανθεκτικός. Αυτή η φράση άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως στον 20ό αιώνα, καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να την χρησιμοποιούν σε πολιτικές και κοινωνικές συζητήσεις.
Συνώνυμα:
- To speak assertively
- To speak aggressively
Αντώνυμα:
- To speak softly
- To be diplomatic