Το "to try hard" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ρήμα.
/tu traɪ hɑrd/
Η φράση "to try hard" αναφέρεται στην προσπάθεια να επιτευχθεί κάτι, συνήθως σκληρή ή έντονη. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Αγγλικών για να υποδηλώσει την επιμονή και τον ζήλο κάποιου στην εκτέλεση ενός έργου ή στην επίτευξη ενός στόχου.
Συχνότητα χρήσης: Η φράση χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ομιλία καθώς και στο γραπτό κείμενο.
I always try hard in my studies.
(Πάντα προσπαθώ σκληρά στις σπουδές μου.)
He needs to try hard to improve his skills.
(Πρέπει να προσπαθήσει σκληρά για να βελτιώσει τις ικανότητές του.)
They try hard to win the championship every year.
(Προσπαθούν σκληρά να κερδίσουν το πρωτάθλημα κάθε χρόνο.)
Η φράση "to try hard" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
"You have to try hard if you want to succeed."
(Πρέπει να προσπαθήσεις σκληρά αν θέλεις να πετύχεις.)
"She tried hard but still didn't pass the exam."
(Αυτή προσπάθησε σκληρά αλλά δεν πέρασε την εξέταση.)
"Trying hard can lead to unexpected results."
(Η σκληρή προσπάθεια μπορεί να οδηγήσει σε απρόσμενα αποτελέσματα.)
"Sometimes, trying hard isn't enough."
(Μερικές φορές, η σκληρή προσπάθεια δεν είναι αρκετή.)
"If you try hard enough, you can achieve anything."
(Αν προσπαθήσεις αρκετά, μπορείς να πετύχεις οτιδήποτε.)
Η φράση "to try" προέρχεται από τη μέση Αγγλική λέξη "trien", που σημαίνει "να δοκιμάσω, να επιδιώξω". Η λέξη "hard" προέρχεται από τη μέση Αγγλική "hard", που σημαίνει "σκληρός, επίμονος".
Συνώνυμα: - to strive - to make an effort
Αντώνυμα: - to give up - to slack off