Ρήμα
/tuː ˌʌn.dɪˈsiːv/
Το "to undeceive" σημαίνει να κάνουμε κάποιον να κατανοήσει την αλήθεια, να τον απελευθερώσουμε από μία ψευδαίσθηση ή παραπλάνηση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλοντα στα οποία κάποιος μπορεί να έχει παραπλανηθεί ή να έχει εσφαλμένες πληροφορίες. Είναι περισσότερο κοινό στον γραπτό λόγο και συγκεκριμένα σε κείμενα που ασχολούνται με την αλήθεια, την ηθική και τις αντιλήψεις.
Χρειάζομαι να τον απομυθοποιήσω σχετικά με την κατάσταση.
She was determined to undeceive her friend before it was too late.
Ήταν αποφασισμένη να αποκαταστήσει την αλήθεια στον φίλο της πριν να είναι πολύ αργά.
The teacher aimed to undeceive her students on common misconceptions.
Η λέξη "undecieve" δεν έχει πολλές σταθερές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που περιγράφουν την ανάγκη να αποκατασταθεί η αλήθεια ή η πραγματικότητα. Ακολουθούν ορισμένες προτάσεις:
Είναι ώρα να αποκαταστήσουμε την αλήθεια στο κοινό σχετικά με τα πραγματικά γεγονότα.
He tried to undeceive her with the actual evidence.
Προσπάθησε να την απομυθοποιήσει με τα πραγματικά στοιχεία.
Let’s undeceive ourselves about what we thought we knew.
Ας απομυθοποιήσουμε τον εαυτό μας σχετικά με όσα νομίζαμε ότι ξέραμε.
I had to undeceive my family regarding the rumors.
Η λέξη προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει 'κατά της', και το ρήμα "deceive" που προέρχεται από το λατινικό "decipere", το οποίο επίσης σημαίνει 'να παραπλανώ'.
Συνώνυμα: - Disillusion - Enlighten - Inform
Αντώνυμα: - Deceive - Mislead - Misguide
Η λέξη "to undeceive" έχει σαφή σημασία και χρήση στην αγγλική γλώσσα και προσφέρει ακριβείς εννοιές αναφορικά με την αποκατάσταση της αλήθειας.