Η φράση "to undergo surgery" είναι ρήμα.
/tu ˌʌndərˈɡoʊ ˈsɜrʤəri/
Η φράση "to undergo surgery" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία ένας ασθενής υποβάλλεται σε μία χειρουργική επέμβαση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικό πλαίσιο και είναι συνηθισμένη στην καθημερινή γλώσσα όταν αναφερόμαστε σε ιατρικές διαδικασίες. Στην αγγλική γλώσσα, αυτή η φράση χρησιμοποιείται τόσο προφορικά όσο και γραπτά, αν και είναι πιο συχνή σε γραπτές ιατρικές περιγραφές.
Αυτός θα χρειαστεί να υποβληθεί σε χειρουργείο την επόμενη εβδομάδα.
Patients often feel anxious before they have to undergo surgery.
Οι ασθενείς συχνά αισθάνονται αγχωμένοι πριν υποβληθούν σε χειρουργείο.
The doctor explained the risks involved when you to undergo surgery.
Η φράση "to undergo surgery" μπορεί να συνδυαστεί με άλλες εκφράσεις που αναφέρονται σε χειρουργικές διαδικασίες:
Να υποβληθεί σε χειρουργείο για κρίσιμη κατάσταση.
Many patients fear to undergo surgery without proper knowledge.
Πολλοί ασθενείς φοβούνται να υποβληθούν σε χειρουργείο χωρίς κατάλληλη πληροφόρηση.
The time taken to undergo surgery varies depending on the complexity.
Ο χρόνος που απαιτείται να υποβληθεί σε χειρουργείο ποικίλει ανάλογα με την πολυπλοκότητα.
After deciding to undergo surgery, she felt more at peace.
Μετά την απόφαση να υποβληθεί σε χειρουργείο, ένιωθε πιο ήρεμη.
He had to prepare mentally for to undergo surgery****.
Η λέξη "undergo" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "under" και "gan", η οποία σημαίνει "να προχωρήσει". Η λέξη "surgery" προέρχεται από τη μεσαία αγγλική "cirurgie" και την λατινική "chirurgia", που προέρχεται από την ελληνική λέξη "χειρουργία" (cheirourgia), που σημαίνει "εργασία με το χέρι".
Συνώνυμα: - to have surgery - to be operated on
Αντώνυμα: - to postpone surgery - to evade surgery