Μετοχή / Επίθετο
/ˈtoʊsti/
Η λέξη "toasty" αναφέρεται σε κάτι που είναι ελαφρώς καβουρδισμένο ή ψημένο μέχρι να γίνει χρυσαφί και ζεστό. Χρησιμοποιείται στο αγγλικό λεξιλόγιο για να περιγράψει τρόφιμα, όπως ψωμί και τυρί, καθώς και συναισθήματα άνεσης και ζεστασιάς. Έχει κοινή χρήση και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε ανεπίσηλες κουβέντες, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτά συμφραζόμενα, όπως συνταγές και περιγραφές φαγητού.
Το ψωμί είναι τέλεια φρυγμένο και χρυσαφί καφετί.
After the chilly hike, sitting by the fire felt so toasty.
Η λέξη "toasty" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και είναι συνδεδεμένη με την αίσθηση της άνεσης. Ακολουθούν μερικές χρησιμοποιήσεις:
Νιώθω ζεστά κοντά στη εστία.
This sweater is so toasty; I don’t want to take it off.
Αυτό το πουλόβερ είναι τόσο ζεστό, δεν θέλω να το βγάλω.
The inside of the car is toasty after being parked in the sun.
Το εσωτερικό του αυτοκινήτου είναι ζεστό μετά από παραμονή στον ήλιο.
She always makes sure everything is toasty for her guests.
Φροντίζει πάντα να είναι όλα ζεστά για τους καλεσμένους της.
A toasty marshmallow is the best part of camping.
Ένα φρυγμένο μαρσμέλο είναι το καλύτερο κομμάτι του κάμπινγκ.
At the party, the atmosphere was toasty and inviting.
Η λέξη "toasty" προέρχεται από τη λέξη "toast", η οποία αναφέρεται στο καψάλισμα ή το ψήσιμο του ψωμιού. Έχει γεωργική προέλευση από τον 17ο αιώνα, συνδεδεμένη με την προφορά της διαδικασίας ψησίματος.