Το "toft" και το "croft" είναι ουσιαστικά.
toft: - Συνήθως αναφέρεται σε μια μικρή έκταση γης ή οικόπεδο, συχνά χρησιμοποιούμενη ως χώρος κατοικίας ή για γεωργικές δραστηριότητες. - Συνήθως χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες περιοχές της Αγγλίας και κυρίως αναφέρεται σε κληρονομιές.
croft: - Αναφέρεται σε μικρό αγρόκτημα ή αγροτική περιοχή, που συχνά αποτελείται από καλλιεργούμενη γη και περιοχές για ζώα. - Χρησιμοποιείται συνήθως στη Σκωτία και σε άλλα αγροτικά μέρη.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: - Οι όροι χρησιμοποιούνται κυρίως στο γραπτό λόγο και σε περιγραφές γεωγραφικών ή ιστορικών χαρακτηριστικών. - Η συχνότητα χρήσης τους είναι χαμηλή σε καθημερινές συνομιλίες.
"The old toft was now overgrown with weeds."
"Το παλιό τοφτ ήταν τώρα γεμάτο με ζιζάνια."
"She inherited a small croft from her grandfather."
"Κληρονόμησε ένα μικρό κροφτ από τον παππού της."
Δεν υπάρχει ευρέως αναγνωρισμένη χρήση αυτών των λέξεων σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σε περιφερειακούς διαλόγους ή ειδικές πολιτιστικές συνθήκες μπορεί να συναντηθούν.
toft: Προέρχεται από την αρχαία σκανδιναβική λέξη "þoft", που σημαίνει "αυλή" ή "χώρος".
croft: Καταγόταν από την παλαιά αγγλική λέξη "crofta", που σημαίνει "μικρό αγρόκτημα".
toft: - Συνώνυμα: plot, parcel (γήπεδο, τμήμα γης) - Αντώνυμα: wasteland (ερημιά)
croft: - Συνώνυμα: smallholding, farmlet (μικροαγρόκτημα) - Αντώνυμα: city (πόλη)
Αυτές οι λέξεις είναι μάλλον τεχνικοί όροι που σχετίζονται με γεωργία και γη, και συναντώνται σε πιο εξειδικευμένα κείμενα.