Ο όρος "toil-worn" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει υποστεί φθορά ή κόπωση λόγω σκληρής δουλειάς ή μέρας γεμάτης μόχθο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε λογοτεχνικά κείμενα ή ποιήματα, παρά στον καθημερινό προφορικό λόγο.
The toil-worn farmer returned home after a long day in the fields.
(Ο καταπονημένος αγρότης γύρισε σπίτι του μετά από μια μεγάλη μέρα στα χωράφια.)
Her toil-worn hands told the story of years of hard work.
(Τα καταπονημένα χέρια της διηγούνταν την ιστορία ετών σκληρής δουλειάς.)
Ο όρος "toil" συχνά συνδέεται με διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα.
Toil and trouble: This phrase commonly appears in the quote "double, double toil and trouble" from Shakespeare's Macbeth, implying hard work and complications.
(Σφίγγω και δουλειά: Αυτή η φράση εμφανίζεται συνήθως στο "διπλό, διπλό σφίγγω και δουλειά" από τον Σαίξπηρ, υποδηλώνοντας σκληρή δουλειά και περιπλοκές.)
No toil, no gain: Suggests that without hard work, you cannot achieve results.
(Χωρίς μόχθο, δεν κερδίζεις: Σημαίνει ότι χωρίς σκληρή δουλειά, δεν μπορείς να πετύχεις αποτελέσματα.)
Toil at one’s craft: Refers to putting in significant effort into one’s trade or skills.
(Μόχθος στο επάγγελμα: Αναφέρεται στο να καταβάλλεις σημαντική προσπάθεια στο επαγγελμά σου.)
Η λέξη "toil" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "toilen" που σημαίνει "δουλειά" ή "μόχθος", και η σύνθεση με το "worn" υπογραμμίζει την κατάσταση κουρασμένου ή φθαρμένου.
Συνώνυμα:
- Labor-worn (καταπονημένος από εργασία)
- Exhausted (εξαντλημένος)
- Fatigued (κουρασμένος)
Αντώνυμα:
- Fresh (φρέσκος)
- Rested (ξεκούραστος)
- Energized (ενεργητικός)