toil-worn - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

toil-worn (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Ο όρος "toil-worn" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει υποστεί φθορά ή κόπωση λόγω σκληρής δουλειάς ή μέρας γεμάτης μόχθο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε λογοτεχνικά κείμενα ή ποιήματα, παρά στον καθημερινό προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "toil" συχνά συνδέεται με διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα.

Ετυμολογία

Η λέξη "toil" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "toilen" που σημαίνει "δουλειά" ή "μόχθος", και η σύνθεση με το "worn" υπογραμμίζει την κατάσταση κουρασμένου ή φθαρμένου.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Labor-worn (καταπονημένος από εργασία)
- Exhausted (εξαντλημένος)
- Fatigued (κουρασμένος)

Αντώνυμα:
- Fresh (φρέσκος)
- Rested (ξεκούραστος)
- Energized (ενεργητικός)



25-07-2024