tooth root: ουσιαστικό (noun)
/tuːθ ruːt/
Η φράση "tooth root" αναφέρεται στην κάτω από το έδαφος ή στην εσωτερική δομή ενός δοντιού που το στηρίζει στο οστούν της γνάθου. Αυτή η ρίζα είναι υπεύθυνη για την σταθερότητα του δοντιού στη θέση του. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε πλαίσια που σχετίζονται με την οδοντιατρική και την υγεία των δοντιών. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως ιατρικές αναφορές ή άρθρα σχετικά με την οδοντιατρική υγειονομική περίθαλψη.
Ο οδοντίατρος εξήγησε τη σημασία της διατήρησης μιας υγιούς ρίζας δοντιού.
An infected tooth root can lead to severe pain and discomfort.
Μια μολυσμένη ρίζα δοντιού μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρό πόνο και δυσφορία.
Proper oral hygiene helps in keeping your tooth root healthy.
Αν και η φράση "tooth root" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν μερικές που σχετίζονται με τη γενικότερη υγεία των δοντιών:
"Με δόντι και νύχι" σημαίνει να μάχεσαι με όλη σου τη δύναμη.
"Sweeten the tooth" refers to making something more enjoyable or pleasant.
"Γλυκαίνω τη γεύση" αναφέρεται στο να κάνω κάτι πιο ευχάριστο ή ευχάριστο.
"A tooth for a tooth" denotes a principle of retribution.
Η λέξη "tooth" προέρχεται από την Αγγλοσαξωνική λέξη "toþ", που σημαίνει δόντι. Η λέξη "root" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "rōt", που συνδέεται με την έννοια του θεμελιακού ή της ρίζας.
Συνώνυμα: - dental root - tooth base
Αντώνυμα: - tooth crown (κέφαλος δοντιού) - dental tip (άκρη δοντιού)