"top floor" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈtɒp flɔːr/
Η φράση "top floor" αναφέρεται συνήθως στον πιο ανώτερο όροφο ενός κτιρίου. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα για να περιγράψει τη θέση των χώρων, για παράδειγμα, διαμερίσματα ή γραφεία που βρίσκονται στον τελευταίο όροφο. Η χρήση της φράσης είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, με περισσότερη προτίμηση στον προφορικό λόγο.
Το ρετιρέ βρίσκεται στον επάνω όροφο του κτιρίου.
She lives on the top floor, which offers a great view of the city.
Ζει στον επάνω όροφο, ο οποίος προσφέρει υπέροχη θέα στην πόλη.
The elevator only goes up to the top floor.
Η φράση "top floor" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Δεν είναι στον επάνω όροφο τελευταία." (σημαίνει ότι κάποιος δεν είναι σε καλή ψυχική κατάσταση).
"She's at the top floor of her career now."
"Είναι στον επάνω όροφο της καριέρας της τώρα." (σημαίνει ότι κάποιος έχει φτάσει στην κορυφή της καριέρας του).
"After the promotion, he’s definitely on the top floor."
Η λέξη "top" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "topp", που σημαίνει "κορυφή" και η λέξη "floor" προέρχεται από την λατινική "planta", που σημαίνει "έδαφος".
Συνώνυμα: - upper level - penthouse (σε συγκεκριμένο πλαίσιο)
Αντώνυμα: - ground floor (ισόγειο) - lower level (κατώτερο επίπεδο)