Top-grade είναι ένα επίθετο.
/ˌtɒpˈɡreɪd/
Η έννοια της λέξης “top-grade” αναφέρεται σε κάτι που είναι εξαιρετικής ή κορυφαίας ποιότητας. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει προϊόντα, υπηρεσίες ή οτιδήποτε άλλο που διακρίνεται για την ποιότητά του. Ο όρος χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με έμφαση σε τομείς όπως η διαφήμιση, οι πωλήσεις και η παροχή υπηρεσιών.
Αυτή η ύλη είναι κατασκευασμένη από υλικά υψηλής ποιότητας.
Our restaurant only serves top-grade food.
Στο εστιατόριο μας σερβίρουμε μόνο φαγητό πρώτης τάξης.
He received a top-grade education at the prestigious university.
Ο όρος "top-grade" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συνδυασμούς, κυρίως στον εμπορικό και επαγγελματικό τομέα:
They pride themselves on providing top-grade service to all their clients.
Top-grade products
Our company specializes in top-grade products that cater to luxury markets.
Top-grade materials
For the construction, we only use top-grade materials to ensure durability.
Top-grade performance
The athlete trained hard to achieve top-grade performance in the championship.
Top-grade reputation
Η λέξη "top-grade" προέρχεται από τη σύνθεση του "top" (κορυφή) και "grade" (βαθμός ή κατηγορία), υποδηλώνοντας την κορυφαία θέση ή ποιότητα ενός αντικειμένου ή υπηρεσίας.
Συνώνυμα: - Superior - First-class - Premium
Αντώνυμα: - Inferior - Subpar - Low-quality