topological proof: ουσιαστικό
/ˌtɒpəˈlɒdʒɪkəl pruːf/
Μια τοπολογική απόδειξη είναι μια μέθοδος απόδειξης που χρησιμοποιεί τις έννοιες και τα εργαλεία της τοπολογίας. Οι τοπολογικές αποδείξεις συχνά εξετάζουν τα χαρακτηριστικά που διατηρούνται υπό συνεχή παραμόρφωση και επικεντρώνονται στον τρόπο που οι διαρθρωτικοί και χωρικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν. Χρησιμοποιούνται κυρίως σε μαθηματικά και σε τομείς της επιστήμης όπως η φυσική και η πληροφορική.
Η φράση "topological proof" χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά και προφορικά πλαίσια, κυρίως σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, όπως πανεπιστημιακές διαλέξεις και επιστημονικές δημοσιεύσεις. Η χρήση της είναι σχετικά εξειδικευμένη, προορίζεται δηλαδή κυρίως για ειδικούς στο μαθηματικό τομέα και διαπιστωμένα άτομα που ασχολούνται με την τοπολογία.
Ο μαθηματικός παρουσίασε μια τοπολογική απόδειξη για να αποδείξει τις ιδιότητες του χώρου.
Understanding a topological proof can sometimes be more intuitive than using algebraic methods.
Η κατανόηση μιας τοπολογικής απόδειξης μπορεί κάποιες φορές να είναι πιο διαισθητική από τη χρήση αλγεβρικών μεθόδων.
A topological proof often relies on visualizing the shapes and spaces involved.
Η φράση "topological proof" μπορεί να εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις κυρίως στον μαθηματικό τομέα:
Μια τοπολογική απόδειξη ανοίγει νέες προοπτικές στην μαθηματική κατανόηση.
"Finding a topological proof is like discovering a hidden gem in mathematics."
Η εύρεση μιας τοπολογικής απόδειξης είναι σαν να ανακαλύπτεις ένα κρυμμένο κόσμημα στα μαθηματικά.
"The elegance of a topological proof can inspire future research."
Η κομψότητα μιας τοπολογικής απόδειξης μπορεί να εμπνεύσει μελλοντική έρευνα.
"Topological proofs can sometimes simplify complex problems."
Οι τοπολογικές αποδείξεις μπορούν μερικές φορές να απλοποιήσουν πολύπλοκα προβλήματα.
"In topology, a simple topological proof can illuminate complex theories."
Η λέξη "topological" προέρχεται από την ελληνική λέξη "τοπολογία", που σημαίνει "σπουδή του τόπου", ενώ η λέξη "proof" προέρχεται από τα λατινικά "probare", που σημαίνει "να δοκιμάζω ή να αποδεικνύω".
Συνώνυμα: - Geometric proof (γεωμετρική απόδειξη) - Algebraic proof (αλγεβρική απόδειξη)
Αντώνυμα: - Intuitive reasoning (διαισθητικός συλλογισμός) - Empirical evidence (εμπειρική απόδειξη)