Επίθετο (Adjective)
/ˌtoʊ.pəˈtɪp.ɪ.kəl/
Η λέξη "topotypical" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με την τοπογραφία ή τους ιδιαίτερους χαρακτήρες ενός συγκεκριμένου τόπου. Χρησιμοποιείται συνήθως σε επιστημονικά πλαίσια, ιδίως στην γεωγραφία, την τοπολογία και την αρχιτεκτονική. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο αρχιτέκτονας σχεδίασε το κτήριο ώστε να είναι τοποτυπικό της περιοχής.
Topotypical features of the landscape were emphasized in the study.
Τα τοποτυπικά χαρακτηριστικά του τοπίου επισημάνθηκαν στη μελέτη.
The researchers focused on the topotypical elements in their analysis.
Η λέξη "topotypical" δεν απαντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ορισμένες εκφράσεις μπορούν να περιλαμβάνουν τη σημασία της:
Τα τοποτυπικά στοιχεία του πολιτισμού συχνά παρακάμπτονται.
Understanding topotypical variations can enhance environmental studies.
Η κατανόηση των τοποτυπικών διαφορών μπορεί να βελτιώσει τις περιβαλλοντικές μελέτες.
The topotypical characteristics of the area can redefine traditional architecture.
Η λέξη "topotypical" προέρχεται από το ελληνικό "topos" (τόπος) και "typical" (τυπικός), συνδυάζοντας ετυμολογίες που αναφέρονται στη θέση και τα χαρακτηριστικά.
Συνώνυμα: - τοπογραφικός - τυπικός
Αντώνυμα: - ατοπικός - μη τυπικός