tops - Ουσιαστικό (plural form of "top")
/tɒps/
Η λέξη "tops" αναφέρεται σε κάτι που βρίσκεται στην κορυφή ή στο ανώτερο σημείο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει φυσικά αντικείμενα (όπως η κορυφή ενός βουνού), ή μεταφορικά για να αναφερθεί σε καταστάσεις ή σε ανθρώπους που είναι οι καλύτεροι σε κάτι. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά σε ποικιλία περιβαλλόντων, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Η χρήση της λέξης "tops" είναι κοινή και ενδέχεται να συναντηθεί περισσότερο σε προφορικό λόγο.
The tops of the mountains were covered with snow.
(Οι κορυφές των βουνών ήταν καλυμμένες με χιόνι.)
She always wants to be at the tops of her class.
(Αυτή πάντα θέλει να είναι στις κορυφές της τάξης της.)
We should take a look at the tops of the trees.
(Πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στις κορυφές των δέντρων.)
Η λέξη "tops" είναι επίσης μέρος αρκετών ιδιωματικών εκφράσεων στην Αγγλική γλώσσα:
On top of the world
He felt like he was on top of the world after winning the award.
(Αισθανόταν σαν να ήταν στην κορυφή του κόσμου μετά την απονομή του βραβείου.)
The cream of the crop (που μπορεί να αναφέρεται και ως "top of the crop")
These students are the cream of the crop in our school.
(Αυτοί οι μαθητές είναι οι κορυφαίοι της σχολής μας.)
Top notch
The service at that restaurant is top notch.
(Η εξυπηρέτηση σε αυτό το εστιατόριο είναι κορυφαία.)
Η λέξη "top" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "toppe", που σημαίνει "κορυφή" ή "ανώτερο σημείο". Στη σύγχρονη γλώσσα, η προσθήκη του "s" στο τέλος δημιουργεί τον πληθυντικό "tops".
Συνώνυμα - peaks - summits - high points
Αντώνυμα - bottoms - lows - leasts