Ουσιαστικό
/ˈtɔːrʧlaɪt/
Η λέξη "torchlight" αναφέρεται στο φως που παράγεται από έναν φακό (torch), συνήθως σε εξωτερικούς χώρους ή σε σκοτεινές περιοχές. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο του φωτισμού που προσφέρεται από φορητές πηγές φωτός, όπως φακοί ή άλλα είδη φωτισμού. Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορους τύπους κειμένων, ωστόσο είναι πιο συχνά συναντήσιμη στον γραπτό λόγο σε σχέση με τον προφορικό.
Οι ορειβάτες χρησιμοποίησαν έναν φακό για να βρουν το δρόμο τους στο σκοτάδι.
She lit her torchlight during the power outage.
Άναψε τον φακό της κατά τη διάρκεια της διακοπής ρεύματος.
The search team relied on their torchlight to explore the cave.
Η λέξη "torchlight" μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις ή συνδυασμούς. Εδώ είναι μερικά παραδείγματα:
Κάτω από το φως της αλήθειας, πολλά μυστικά αποκαλύφθηκαν.
In the flicker of torchlight - They shared stories around the campfire.
Στον αναβρασμό του φακού, μοιράστηκαν ιστορίες γύρω από τη φωτιά στο στρατόπεδο.
Beyond the torchlight’s reach - Shadows danced mysteriously.
Πέρα από την ακτίνα του φακού, οι σκιές χόρευαν μυστηριωδώς.
Guided by torchlight - The explorers ventured further into the unknown.
Οδηγούμενοι από το φως του φακού, οι εξερευνητές προχώρησαν πιο πέρα στο άγνωστο.
Lost in the torchlight’s glow - They felt more secure.
Η λέξη "torchlight" προέρχεται από τον συνδυασμό της λέξης "torch", που σημαίνει φακός (από τη γαλλική λέξη torche που σημαίνει "λαμπάδα, αναμμένη φλόγα") και "light", που σημαίνει φως (από την παλιά Αγγλική λέξη leoht που σημαίνει "φωτεινότητα, λάμψη").
Συνώνυμα: - Flashlight - Lantern
Αντώνυμα: - Darkness - Shadow