Τorn είναι ένα επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή του "torn": /tɔːrn/
Η λέξη "torn" προέρχεται από το ρήμα "tear", που σημαίνει "σκίζω". Αντιπροσωπεύει κάτι που έχει υποστεί ζημιά ή έχει κοπεί σε δύο ή περισσότερα μέρη. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει φυσικά αντικείμενα όπως υφάσματα ή υλικά, αλλά και σε μεταφορικές έννοιες που σχετίζονται με συναισθηματικές καταστάσεις ή διχασμένα συναισθήματα. Στη γλώσσα των Αγγλικά, είναι κοινή στο γραπτό και προφορικό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μία ελαφριά αύξηση στη χρήση του σε γραπτά κείμενα.
The shirt was torn after the accident.
Το πουκάμισο ήταν σκισμένο μετά το ατύχημα.
She felt torn between two decisions.
Αισθανόταν διχασμένη ανάμεσα σε δύο αποφάσεις.
Η λέξη "torn" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με εσωτερικές αντιφάσεις ή συναισθηματική σύγχυση.
I was torn between love and duty.
Ήμουν διχασμένος μεταξύ αγάπης και καθήκοντος.
He felt torn in two after the breakup.
Αισθανόταν σκισμένος στα δύο μετά τον χωρισμό.
She is torn apart by grief.
Είναι σκισμένη από τη θλίψη.
I'm torn on whether to accept the job offer.
Είμαι διχασμένος σχετικά με το αν θα αποδεχτώ την προσφορά εργασίας.
They were torn at the thought of leaving.
Ήταν διχασμένοι στην σκέψη του να φύγουν.
Torn between two worlds, he struggled to fit in.
Διχασμένος ανάμεσα σε δύο κόσμους, αγωνίστηκε να προσαρμοστεί.
Η λέξη "torn" προέρχεται από το παρελθόν του ρήματος "tear", που σημαίνει "σκίζω". Το "tear" έχει γερμανικές ρίζες και συνδέεται με τη γερμανική λέξη "zerren" που σημαίνει "τραβάω".
Συνώνυμα: - Shredded (σκισμένος) - Ripped (ξεσκισμένος) - Damaged (κατεστραμμένος)
Αντώνυμα: - Whole (ολόκληρος) - Intact (αβλαβής) - Unbroken (ακέραιος)