Ο όρος "total critical pressure" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/fəʊˈtɔːl ˈkrɪtɪkəl ˈprɛʃər/
Η "total critical pressure" αναφέρεται στην ακρίβεια της πίεσης στην οποία ένα υγρό ή αέριο αλλάζει κατάσταση (π.χ. από υγρό σε αέριο) υπό συγκεκριμένες συνθήκες ζέστης και πίεσης. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στις επιστήμες των υλικών, τη χημεία και τη μηχανική.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Η συνολική κρίσιμη πίεση της ουσίας είναι απαραίτητη για την κατανόηση των φάσεων αλλαγής της.
Engineers calculated the total critical pressure to ensure the safety of the system.
Οι μηχανικοί υπολόγισαν τη συνολική κρίσιμη πίεση για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια του συστήματος.
Total critical pressure plays a significant role in the design of chemical reactors.
Η φράση "total critical pressure" δεν έχει συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο ο όρος "critical pressure" μπορεί να βρεθεί σε προτάσεις που σχετίζονται με τη μηχανική και την επιστήμη:
Η επίτευξη της κρίσιμης πίεσης είναι καθοριστική για την επιτυχία του πειράματος.
The vessel must withstand critical pressure levels to avoid catastrophic failure.
Ο δοχείο πρέπει να αντέχει σε επίπεδα κρίσιμης πίεσης για να αποφευχθεί η καταστροφική αποτυχία.
Monitoring the critical pressure allows us to predict potential hazards in the process.
Η φράση προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις "total" (συνολικός) και "critical pressure" (κρίσιμη πίεση), όπου ο όρος "critical" έχει τις ρίζες του στο λατινικό "criticus", που σημαίνει "η ικανότητα εκτίμησης".
Συνώνυμα: - Total pressure - Overall pressure threshold
Αντώνυμα: - Minimum pressure - Insufficient pressure