Ο όρος "total dose" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈtoʊtl doʊs/
Ο όρος "total dose" αναφέρεται στη συνολική ποσότητα ενός φαρμάκου ή θεραπευτικής ουσίας που χορηγείται σε έναν ασθενή, συνήθως με τον τρόπο μιας θεραπείας που παρέχεται για άλλη διάρκεια διάφορων χρόνων. Χρησιμοποιείται συχνά στη ιατρική και τη φαρμακολογία.
Διαθέτει ιδιαίτερη σημασία στη ιατρική έρευνα, την κλινική πρακτική και τη χημεία, με συγχωρητική χρήση τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
The doctor calculated the total dose needed for the treatment.
(Ο γιατρός υπολόγισε τη συνολική δόση που απαιτείται για τη θεραπεία.)
It is important to know the total dose of radiation during therapy.
(Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τη συνολική δόση της ακτινοβολίας κατά τη διάρκεια της θεραπείας.)
Patients should never exceed the total dose recommended by their physician.
(Οι ασθενείς δεν πρέπει ποτέ να υπερβαίνουν τη συνολική δόση που συνιστά ο γιατρός τους.)
Ο όρος "total dose" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προφορικό λόγο για να δηλώσει τη σωστή ποσότητα ή την αναγκαία δόση. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που συνδέονται με τη δόση στη γενικότερη περιοχή της ιατρικής φροντίδας.
"The total dose can make or break the treatment's success."
(Η συνολική δόση μπορεί να καθορίσει την επιτυχία της θεραπείας.)
"Adjusting the total dose can help manage side effects."
(Η προσαρμογή της συνολικής δόσης μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση των παρενεργειών.)
"Understanding the total dose is crucial for patient safety."
(Η κατανόηση της συνολικής δόσης είναι κρίσιμη για την ασφάλεια του ασθενούς.)
Ο όρος "total" προέρχεται από τη λατινική λέξη "totalis", που σημαίνει "ολόκληρος" ή "συνολικός". Η λέξη "dose" προέρχεται από το λατινικό "dosis", που σημαίνει "χάρισμα".
Συνώνυμα: - συνολική ποσότητα - ολοκληρωμένη δόση
Αντώνυμα: - μερική δόση - ελάχιστη δόση
Ο όρος "total dose" εμπεριέχει σημαντικές έννοιες στη φαρμακολογία και το ιατρικό πεδίο, υποδεικνύοντας τη σπουδαιότητά του στην ακριβή χορήγηση φαρμάκων.