Το "totally imperfect" είναι μια φράση που αποτελείται από ένα επίρρημα ("totally") και ένα επίθετο ("imperfect").
/təʊtəli ɪmˈpɜːfɪkt/
Η φράση "totally imperfect" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι εντελώς ή απόλυτα ελλιπές ή ατελές. Συχνά αναφέρεται σε ανθρώπους, καταστάσεις ή αντικείμενα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα, είτε στον προφορικό λόγο είτε στο γραπτό, αλλά συνήθως παρατηρείται περισσότερο στον προφορικό λόγω της πιο χαλαρής και εκφραστικής φύσης της.
"She is totally imperfect, but that's what makes her special."
"Είναι εντελώς ατελής, αλλά αυτό είναι που την κάνει ξεχωριστή."
"The project was totally imperfect, yet it still received praise."
"Το έργο ήταν απόλυτα ελλιπές, παρόλα αυτά έλαβε εγκωμιαστικά σχόλια."
"I love the totally imperfect details of this painting."
"Αγαπώ τις εντελώς ατελείς λεπτομέρειες αυτού του πίνακα."
Η φράση "totally imperfect" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις για να αποδώσει μια αίσθηση αποδοχής ή ενσυναίσθησης.
"Embrace your totally imperfect self."
"Αγάπα τον εντελώς ατελή εαυτό σου."
"Life is all about the totally imperfect moments."
"Η ζωή αφορά όλες αυτές τις εντελώς ατελείς στιγμές."
"Perfection is a myth; we are all totally imperfect."
"Η τελειότητα είναι ένας μύθος; Όλοι είμαστε εντελώς ατελείς."
"It's okay to be totally imperfect; nobody's perfect."
"Είναι εντάξει να είσαι εντελώς ατελής; Κανείς δεν είναι τέλειος."
"In a totally imperfect world, we learn to appreciate the little things."
"Σε έναν εντελώς ατελή κόσμο, μαθαίνουμε να εκτιμούμε τα μικρά πράγματα."
Ο όρος "totally" προέρχεται από το λατινικό "totalis," που σημαίνει "ολόκληρος" ή "συνολικός." Το "imperfect" προέρχεται από το λατινικό "imperfectus," που σημαίνει "ατελής."
Συνώνυμα: - τελείως ατελής - απόλυτα ατελής
Αντώνυμα: - απολύτως τέλειος - χωρίς ελαττώματα